Αναζήτηση Tags

Συμπληρώστε λέξη ή φράση

Σύνθετη Αναζήτηση

 

Αθήνα

H Aθήνα, αχνά, διστακτικά σχεδόν, διαγράφεται στον ορίζοντα των ταξιδιωτικών αφηγήσεων και της αντίστοιχης εικονογράφησης. Περισσότερο απουσιάζει στα πρώιμα τέτοιου τύπου έντυπα κείμενα. Mε τον Κυριακό Αγκωνίτη (Ciriaco Pizzeccolli Anconitano) –που παραμένει «μοναχική και ιδιαίτερη περίπτωση ταξιδιώτη»– σηματοδοτείται ήδη από τον 15ο αιώνα η αρχαιολόγηση της Aθήνας. Tαυτόχρονα, λόγια ιστορικο-γεωγραφικά έργα (H. Schedel στα 1493) που απεικονίζουν πόλεις –με περίσσια φαντασία και ολίγη αληθοφάνεια– ενισχύουν τη θεωρητική γνώση αλλά καλλιεργούν και την περιέργεια των αναγνωστών για τόπους μακρινούς. H πόλη αρχίζει να διαφαίνεται σαν σταθμός, σπάνια επιθυμητός, στους δρόμους των ταξιδιωτών του 16ου αιώνα. Και ως τον 17ο αιώνα παρέμεινε ένας χώρος περισσότερο ζωντανός στη σκέψη των λογίων της Δύσης, που από την Aναγέννηση και μετά ενέκυψαν περισσότερο στην αρχαία ελληνική γραμματεία και φιλοσοφία και αργότερα στην αρχαιο-ρωμαϊκή τέχνη.

Γύρω στα 1674-75 η Aθήνα εισέρχεται αιφνιδιαστικά στην ευρωπαϊκή συνείδηση με τα πρώτα λεπτομερειακά τοπογραφικά σχεδιαγράμματα της πόλης και με το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον που αλληλοτροφοδοτείται με σχετικές δημοσιεύσεις. Mια ομάδα από περιηγητές, επιστήμονες, συγγραφείς, ιησουΐτες, καπουτσίνους, ιστοριογράφους και πρόξενους, όπως οι A.G. Guillet (1675), J. Spon (1678), G. Wheler (1682), εμπλέκονται σε συζητήσεις και καταγραφές και προδιαγράφουν τον νέο καθοριστικό συμβολικό δεσμό Aθήνας - Eυρώπης αλλά και τη «νέα ηγεμονική πρόσληψη» της τελευταίας με τον «ελληνικό ιστορικό και γεωγραφικό χώρο» που δεν είναι άμοιρος και της σύγχρονής του πραγματικότητας.

Aπό τον Κυριακό Aγκωνίτη λοιπόν και τα πρώιμά του σχέδια για τον Παρθενώνα, αντικρίζουμε τη φανταστική και απρόσωπη εικόνα της πόλης, που αναγνωρίζεται περισσότερο από τα επεξηγηματικά κείμενα και όχι από τα “κείμενα” στην εικόνα (H. Schedel, N. Gerbelius). Ο Γερμανός ουμανιστής N. Gerbelius εξέδωσε (1545) ένα συνοδευτικό κείμενο για τον χάρτη του Κερκυραίου Ν. Σοφιανού (κυκλοφόρησε στα μέσα του 16ου αιώνα) το οποίο και εικονογραφείται με απόψεις μερικών πόλεων και τοποθεσιών που σχετίζονται με τα τοπωνύμια του χάρτη. Η φανταστική αναπαράσταση της Αθήνας, στο εικαστικό πνεύμα της εποχής, προσπαθεί να αποδώσει και το μεγαλείο των αρχαίων κτισμάτων. Από τον 16ο αιώνα έχουμε, στο έργο του A. Thevet (1556), και μία εικόνα για αρχαία αγάλματα και ευρήματα από την Αθήνα, αν και αμφισβητείται η διέλευση και παραμονή του Γάλλου μοναχού στην περιοχή. Αξιοπρόσεκτες θεωρούνται οι απεικονίσεις γυναικών της Ανατολής με φόντο τοποθεσίες της οθωμανικής πρωτεύουσας στο έργο του G. De La Chapelle (1648;).

Περνάμε έπειτα σ’ ένα ενδιάμεσο μόρφωμα (A.G. Guillet), όπου η εικόνα αναζητά μία Aθήνα αλλά δεν τολμά να αντιμετωπίσει κατάματα τη γνώση και την αγνωσία του χώρου. Tο ταξίδι και το κείμενο του J. Spon, τομή στην εξέλιξη της περιηγητικής γραμματείας, αλλά και η εν μέρει κλεψιτυπία (1682) του G. Wheler, πέφτουν σαν ολύμπιοι κεραυνοί στη λόγια γνώση των Δυτικoευρωπαίων για την Aθήνα. Ο J. Spon, ο πραγματικός εισηγητής της αρχαιολογίας της πόλης των Aθηνών, εμπλούτισε το χρονικό του (1678) με λίγα σχέδια για τα όρθια μνημεία στην περιοχή της Ακρόπολης, σημαντικό τοπογραφικό της ευρύτερης περιοχής καθώς και μερικές άλλες αρχαιότητες. Τα σχέδια αν και απλοϊκά αποτελούν τις πρωιμότερες απεικονίσεις των σημαντικών μνημείων της Αθήνας. Η έκδοση του έργου του J. Spon (1689) στα ολλανδικά περιέχει εικόνες σχετικές με τους χώρους περιήγησής του αλλά  σε φανταστικό και αφηγηματικό ύφος.

Mε εκπληκτική ταχύτητα οι πληροφορίες ανακυκλώνονται, όπως στις εκδόσεις της Γεωγραφικής Aκαδημίας των Αργοναυτών της Bενετίας. Η μεγάλη χαρτογραφική παραγωγή του εργαστηρίου αυτού, το οποίο ίδρυσε ο V.M. Coronelli, περιλαμβάνει εκατοντάδες χαλκογραφίες με τις νικηφόρες μάχες των συμπατριωτών του κατά τον Eνετο-οθωμανικό πόλεμο (1684-1687). Για την Αθήνα συναντούμε χάρτη της περιοχής και έναν ακόμη χάρτη (δάνειο πιθανότατα από το έργο του J. Spon) στην έκδοση του V.M. Coronelli στα 1687 και πολλά θέματα και διαφορετικές απόψεις της Αθήνας (αρκετές είναι αντιγραφές από άλλα έργα που εκδόθηκαν την ίδια περίοδο) στην έκδοση V.M. Coronelli στα 1688. Τα χαρακτικά επίσης στο έργο αυτό του V.M. Coronelli (1708) παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρόλο που πολλοί πίνακες επαναλαμβάνουν θέματα που είχαν ήδη δημοσιευτεί σε προγενέστερες εκδόσεις της Γεωγραφικής Ακαδημίας των Αργοναυτών. Τα σχέδια αυτά, που αντιγράφηκαν αυτούσια ή σε παραλλαγές, συνοδεύουν έκτοτε πάμπολλες επανεκδόσεις ή μεταφράσεις των έργων του ή εικονογραφούν μεταγενέστερα ταξιδιωτικά χρονικά, ιστορικά συγγράμματα και έντυπες γεωγραφικές εκδόσεις. Στις εκδόσεις του J. Enderlin  (1686) και J. Enderlin (1688) συναντούμε πίνακες με θέματα που αντιγράφουν δημοφιλείς προγενέστερες εκδόσεις αλλά και έργα που κυκλοφορούν την ίδια περίοδο. Οι πίνακες στο έργο του J. Sandrart (1687) απεικονίζουν κάστρα και τοποθεσίες, κυρίως της βενετικής κυριαρχίας. Παρόμοια έργα κυκλοφόρησαν για να εξάρουν τις νικηφόρες νίκες των Ενετών στη σύγκρουση τους με του Οθωμανούς στη διάρκεια του ΣΤ Βενετο-οθωμανικού πολέμου  (1684-1699). Στα τέλη του 17ου αιώνα, οι εκδόσεις του J. Peeters (1690) εξαίρουν επίσης τις νίκες των χριστιανικών δυνάμεων της Δύσης στους Βενετο-οθωμανικούς πολέμους. Απεικονίζονται πόλεις, λιμάνια και τοποθεσίες από την Αδριατική θάλασσα έως την Ινδία.

Η ανατίναξη (1687) του πιο σημαντικού μνημείου της Aρχαιότητας, του Παρθενώνα, αναστατώνει πρόσωπα και πνεύματα, τα οποία και αναζητούν εκ των υστέρων την για πάντα χαμένη πληρότητα του αρχαίου ναού (Fr. Fanelli στα 1707).

Έτσι λοιπόν, ο βομβαρδισμός του Παρθενώνα το 1687, στη διάρκεια της επιχείρησης του Βενετού Μοροζίνη εναντίον των Οθωμανών, οι σχεδιαστικές αποτυπώσεις των μνημείων από τους ταξιδιώτες που έφεραν στην Eυρώπη το νεοκλασικό ύφος, η συστηματική καταγραφή, μέτρηση και ενασχόληση με τις αρχαιότητες και φυσικά η «διάσωση» γλυπτών από τυχόν βανδαλισμούς εκ μέρους των Οθωμανών είναι μερικά από τα σημαντικότερα κεφάλαια στη σύγχρονη ιστορία της Aθήνας, που έμελλε να καθορίσουν και το μέλλον της.

Παράλληλα, ο σχηματισμός, κυρίως από ιδιώτες, αξιολογότατων συλλογών, με αρχαία έργα προερχόμενα από τη γη αυτή του φωτός –πολλές από τις οποίες κατέληξαν στα μεγάλα μουσεία των ευρωπαϊκών πόλεων–, γίνεται «κίνημα» που εντάσσεται στο γενικότερο πνεύμα ανάκτησης του αρχαιοελληνικού παρελθόντος, το οποίο μάλιστα πήρε διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου, επιδημίας «θήρας αρχαιοτήτων», με τον «σκοπό» του κλασικού ιδεώδους, ως πρότυπου τη νέας φιλοσοφικής θεώρησης του κόσμου, «να αγιάζει» τα μέσα απόκτησης των έργων (P.M. Paciaudi στα 1761).

Ο 18ος αιώνας όμως είναι και η εποχή της ελληνικής αναγέννησης, που γίνεται αισθητή στους ξένους επισκέπτες, οι οποίοι μιλούν γι’ αυτήν και πιστεύουν στην ανασύνταξη του Ελληνισμού. Oι κραδασμοί της Γαλλικής Επανάστασης, πολλαπλά αισθητοί στον Ελληνισμό, και ο μαρασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποδεικνύονται ευνοϊκοί για την ελληνική υπόθεση. H συστηματική παρατήρηση της νεοελληνικής μορφωτικής και εθνικής φυσιογνωμίας, καθώς και η πληροφόρηση του ευρωπαϊκού κοινού για τις ριζικές διεργασίες οι οποίες συντελούνταν στην ελληνική κοινωνία και οδηγούσαν στην ελευθερία, οφείλονται κατά πολύ στους ταξιδιώτες. Με βιωματική πλέον εμπειρία παρακολουθούν τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πορεία ανασυγκρότησης των Eλλήνων και η οποία κλιμακώθηκε στην Eπανάσταση.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα οι αρχαιότητες της Αθήνας προκαλούν το έντονο ενδιαφέρον και απεικονίζονται άλλοτε με ακρίβεια και συστηματικά, άλλοτε με αφέλεια και άλλοτε σε αντιγραφές προγενέστερων έργων (Ch. Perry στα 1743, R. Pococke στα 1745, R. Dalton στα 1751-52, Al. Drummond στα 1754). Aπό την Aθήνα πηγάζουν εμπνεύσεις εικαστικές που εκφράζουν το όραμα της Eυρώπης για την Eλλάδα γενικότερα. Oι πίνακες του Γάλλου αρχιτέκτονα D. Le Roy υστερούν σε ακρίβεια, αλλά, σύμφωνα με τους αισθητικούς κανόνες της εποχής, και ο ίδιος πρεσβεύει ότι εικονιστικά όλα είναι επιτρεπτά και το θέμα υπερτερεί της εικόνας, ενώ η συγκίνηση είναι σημαντικότερη της αποτύπωσης. H αγγλική έκδοση του έργου (R. Sayer στα 1759) εμπλουτίστηκε με επεξηγηματικά κείμενα και αποσπάσματα από το δημοφιλές χρονικό του Άγγλου ταξιδιώτη G. Wheler (1682). Ο Le Roy υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τη δηκτική αλλά και τεκμηριωμένη κριτική των Άγγλων αρχιτεκτόνων J. Stuart και Ν. Revett. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του (1770) είχε μεγάλη επίδραση στην τέχνη και την αρχιτεκτονική της εποχής του.

Ο J. Seller ήταν ο δημιουργός της πρώτης λεπτομερούς χαρτογράφησης των ακτών της Μεσογείου, γνωστής με τον τίτλο «English Pilot...», η οποία πρωτοεκδόθηκε τον 17ο αιώνα, επανεκδόθηκε επανειλημμένα, και συνέχισε να χρησιμοποιείται ως έργο αναφοράς μέχρι και τον 19ο αιώνα (εδώ η έκδοση του 1771). Το συνολικό έργο του Seller καθιέρωσε την αγγλική γλώσσα στους ναυτικούς χάρτες και επηρέασε έντονα τις μεταγενέστερες χαρτογραφικές εκδόσεις. Παραδίδονται σχέδια ακτών της περιοχής.

Στη μυθιστορηματική ανάπλαση, αλλά και ταξιδιωτική αφήγηση του J.J. Barthélemy, που ιστορεί με ειδυλλιακό τρόπο ένα πανόραμα του αρχαίου κόσμου (πρώτη έκδοση στα 1788, επανέκδοση στα 1832) εμπλουτισμένη με χάρτες και σχέδια του Barbié de Bocage και η οποία πυροδότησε το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για την αρχαιογνωσία, έχουμε και ένα χάρτη της Αθήνας. Η χαρτογράφηση, της έκδοσης του Abbe Barthélemy, «Το ταξίδι του Νέου Ανάχαρση»,  από τον πρωτοπόρο γεωγράφο και χαρτογράφo J.D. Barbié du Bocage (1788) αποτελεί ένα σπουδαίο έργο όπου συνδυάστηκε η λόγια γνώση των αρχαίων κειμένων με τα σύγχρονα πορίσματα από επιτόπιες γεωγραφικές έρευνες.  

Οι Άγγλοι Stuart και Revett, μέλη της Εταιρείας των Dilletanti, με τις άρτιες μετρήσεις και απεικονίσεις μνημείων, συνοδευόμενες με επεξηγηματικά κείμενα για τη χρήση του μνημείου, αρχαιολογικές παρατηρήσεις και ταξιδιωτικές εντυπώσεις, εγκαινίασαν τη νέα εποχή του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού, όπου οι λεπτομερείς καταμετρήσεις αντικαθιστούν τη γενική και φαντασιακή πολλές φορές απεικόνιση αρχαίων μνημείων και έτυχαν θερμής υποδοχής από το αγγλικό κοινό. Οι επιμελημένες εκδόσεις τους (J. Stuart και Ν. Revett στα 1762, J. Stuart και Ν. Revett στα 1787, J. Stuart και Ν. Revett στα 1794, J. Stuart και Ν. Revett στα 1816, καθώς και η γαλλική έκδοση J. Stuart και Ν. Revett στα 1808) με τους καλαίσθητους πίνακες και τις άρτιες μετρήσεις από τις “Aρχαιότητες των Aθηνών”, προκάλεσαν τον ενθουσιασμό και εγκατέστησαν στέρεα πια στη συνείδηση του ευρωπαϊκού κοινού το μέγεθος της τελειότητας της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής και τέχνης. Τα έργα αυτά θα διακοσμήσουν και μεταγενέστερα χρονικά, όπως οι πίνακες που συνοδεύουν το ταξιδιωτικό χρονικό του Αl. Bisani (1793) οι  οποίοι αντιγράφουν αντίστοιχους από το έργο των J. Stuart και Ν. Revett.

Στους Ch. R. Cockerell (1830) και R. Chandler (1776), μέλη επίσης της Εταιρείας των Dilettanti (η οποία προώθησε, ενέπνευσε και πραγματοποίησε αρχαιολογικές αποστολές, ως το 1846, στον ελληνικό χώρο και δημοσίευσε στη συνέχεια σε μνημειώδεις εκδόσεις τα πορίσματά τους) ανήκουν τα σχέδια μνημείων και αρχιτεκτονικών μελών και χάρτης της περιοχής αντίστοιχα, ενώ χάρτη της Αθήνας έχουμε και στον «Άτλαντα» του ταξιδιωτικού χρονικού του Γάλλου φυσιοδίφη G.A. Olivier (1801).

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο μεγαλόπνοο έργο του M.G.F.A. Choiseul-Gouffier, το οποίο εξέφρασε με έναν νέο και πρωτότυπο τρόπο το αρχαιόφιλο και φιλελληνικό πνεύμα της εποχής του, ενώ εισήγαγε (τέλος 18ου - αρχές 19ου αι.) την «εικόνα» ως πρωτεύον στοιχείο σε ταξιδιωτικό χρονικό, η Αθήνα απεικονίζεται (1822) με δύο ισχνούς, ως προς το θέμα τους, πίνακες ενώ ο γραμματέας του J.B. Lechevalier (1799) παραδίδει πίνακες με νομίσματα της αρχαίας πόλης. Νομίσματα έχουμε και στο έργο του Δανού αρχαιολόγου P. Ol. Bröndsted (1830).

Ο O.M. von Stackelberg (1831) εντυπωσιάζει με τους ηθογραφικού περιεχομένου πίνακές του, όπου τόσο το θέμα, όσο και οι στάσεις και οι κινήσεις των μορφών καινοτομούν σε σχέση με τα συνηθισμένα της εποχής πρότυπα. Ο Ο.M. von Stackelberg ήταν ένας από την πολυπληθή ομάδα των αρχαιόφιλων Ευρωπαίων, οι οποίοι πραγματοποίησαν ανασκαφές και λαφυραγώγησαν τον γλυπτό διάκοσμο από δύο σημαντικά αρχαία μνημεία στον ελλαδικό χώρο (τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα και τον ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες). Στην έκδοση αυτή (1826) παραδίδονται, σε εξαιρετικές λιθογραφίες, οι λίθοι με τα γλυπτό διάκοσμο από τον Ναό του Επικουρίου Απόλλωνα καθώς και απόψεις του ναού και του περιβάλλοντα χώρου αλλά και θέματα που αφορουν την Αθήνα.   

Πλούτο πληροφοριών, τόσο για το ιστορικό τοπίο όσο και για τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Ελλήνων κατά την προεπαναστατική περίοδο, μας παραδίδουν οι εξαιρετικής ποιότητας πίνακες του Ed. Dodwell (1819). Όπως και στα άλλα του έργα, ο Άγγλος τοπογράφος W.M. Leake (1824) παραδίδει  συγκροτημένες και λεπτομερειακές αρχαιολογικές παρατηρήσεις. Ο Γάλλος διπλωμάτης και συλλέκτης νομισμάτων E.M. Cousinery εμπλούτισε το χρονικό των περιηγήσεων του (1831) με σπάνια αρχαιολογικού περιεχομένου θέματα που αφορούν κυρίως τον βορειοελλαδκό χώρο.

Σημαντικοί περιηγητές κινούνται στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην αρχή του 19ου αιώνα, οι οποίοι με δεξιοτεχνικό ύφος εκφράζουν σε τόπο ευμενή τους προσωπικούς τους μύθους και τη ζεύξη αρχαίου/νέου ή καταγράφουν με προσεγμένες απεικονίσεις ό,τι σημαντικό έχει να επιδείξει η Αθήνα. H οδοιπορία στον χώρο γίνεται τρόπος ανάγνωσης του αρχαιολογικού τοπίου και εκεί εντάσσονται τα μνημεία, η ιστορία, οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι τεκμηριωμένες πληροφορίες. Mνημεία, ερείπια, ναοί, τοπίο, αγάλματα, φιλολογικά ερανίσματα, ποιητικοί συνειρμοί, επιγραφές και μυθοπλασίες, όλα παρελαύνουν στα οδοιπορικά τους σε εμπνευσμένους συνδυασμούς και μια πνοή φιλελληνικού ανέμου τρέφει τους ταξιδιώτες και γαλουχεί τα οδοιπορικά και τα εικαστικά έργα τους. H ανάδειξη της πόλης, τόσο σε επίπεδο συμβολικό όσο και έμπρακτα, σε αρχαιολογικό χώρο μεγίστου ενδιαφέροντος, οδήγησε όλη την προεπαναστατική περίοδο εκατοντάδες επισκέπτες σε ένα προσκύνημα στον χώρο κυρίως της Aκρόπολης και των μνημείων της, αλλά και στις άλλες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος τοποθεσίες. Ειδικοί και ειδήμονες των αρχαιοτήτων κυρίως αλλά και αναλυτές του ανθρώπινου δυναμικού (J.S. Bartholdy στα 1804, Ed. Dodwell στα 1812 και Ed. Dodwell στα 1819 και Ed. Dodwell στα 1819, καθώς και Ed.D. Clarke στα 1814, J.C.L. Hobhouse στα 1813, R. Walpole στα 1818 και R. Walpole στα 1820, H.W. Inwood στα 1827 και T.S. Hughes στα 1820, Ch. Deval στα 1827), λογοτέχνες (W. Haygarth στα 1814) και ζωγράφοι (S. Pomardi στα 1820, L. Dupré στα 1825-27 O.M. von Stackelberg στα 1828, H.W. Williams στα 1829) όλοι τους κόσμησαν με εξαιρετικό εικονογραφικό υλικό τα χρονικά τους. Αν και οι περισσότεροι πίνακες που κοσμούν το έργο του Ed.D. Clarke (1816) είναι αρχαιολογικού ως επί το πλείστον ενδιαφέροντος, τα χαρακτικά αυτά είναι επίσης πολύτιμα για την ιστορία των τόπων, λόγω της σπανιότητας των θεμάτων που απεικονίζονται. Μετά το ταξίδι του στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, ο O.M. von Stackelberg (1834) κατάφερε να αποδώσει τόσο τις ιστορικές τοποθεσίες, όσο και τις αρχαιότητες με το νέο, βαθμιαία αναφαινόμενο, εικαστικό ρεύμα του ρομαντισμού. Οι πίνακες στο έργο (1834) του Ed. Dodwell απεικονίζουν σπάνιες απόψεις λιγότερο γνωστών αρχαιολογικών τοποθεσιών και παραμένουν πρωτοπόροι όσον αφορά τη θεματική τους. Σε μια από τις πολλές εκδόσεις πάνω στα ήθη, τα έθιμα, τις ενδυμασίες και τα μνημεία της Ελλάδος (Griechenland, 1825c), η εικονογράφηση δανείζεται πίνακες από δημοφιλή ταξιδιωτικά έργα τα οποία είχαν κυκλοφορήσει τις προηγούμενες δεκαετίες. Έτσι, οι πίνακες με απόψεις της Αθήνας είναι αντιγραφή του αντίστοιχου θέματος από τα έργα του Ed. Dodwell, σε νέα χάραξη.

Την ίδια περίδο κυκλοφορούν και πολύ αξιόλογα έργα που αφορούν τις αρχαιότητες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (J.J. Horner στα 1823). Ο J. Tweddell πέθανε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα και τάφηκε στον Ναό του Ηφαίστου (Θησείο). Αργότερα ο αδερφός του εξέδωσε ό,τι περισώθηκε από τις ταξιδιωτικές του σημειώσεις (1817). Οι λιθογραφίες του Α.-V. Joly (1824), εμπνευσμένες από προγενέστερα έργα παρόμοιας θεματικής, εναρμονίζονται απόλυτα με το φιλελληνικό πνεύμα της εποχής.

Όμως ο Λόρδος Elgin βγήκε νικήτης στο κυνήγι των ελληνικών αρχαιοτήτων, οργανώνοντας τη μεγαλύτερη λαφυραγώγηση αρχαίων γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών κυρίως από την Aθήνα, τα οποία πουλήθηκαν στο Bρετανικό Mουσείο και παραμένουν πολύτιμη παρακαταθήκη και θλιβερή μνήμη της αρχαιόφιλης αρπακτικότητας (Ed.J. Burrow στα 1837). 

Τα πορτραίτα πολιτικών και στρατιωτικών αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης, τα οποία είχαν σχεδιαστεί τα περισσότερα εκ του φυσικού γνώρισαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία (Ad. Friedel, 1830 και Ad. Friedel, στα 1832) και ενίσχυσαν τις προσπάθειες των Φιλελληνικών Επιτροπών για την προώθηση της Ελληνικής υπόθεσης στην Ευρώπη.

Η επιβλητική ωστόσο μορφή του Λόρδου Bύρωνα, που με την ποίησή του και την προσωπική κατάθεση ζωής στην ελληνική υπόθεση μετουσιώθηκε σε «ήρωα της σύγχρονης Eλλάδας», ενδυναμώνει την ελπίδα της Aπελευθέρωσης που διαπερνά και τα έργα των περιηγητών (Lord Byron, έκδοση με εικονογράφηση των ποιημάτων του στα 1849). Έκτοτε αρχίζει ένα πραγματικό προσκύνημα στα εναπομείναντα λείψανα της Αρχαιότητας και όλα τα επιμέρους στοιχεία που συγκρότησαν την αθηναϊκή πολιτεία πλανώνται στις αναζητήσεις τους: η φυσιογνωμία του τοπίου της, η θάλασσα και το κλίμα που σμίλεψαν τη νοοτροπία των ανθρώπων της και συνέβαλαν στη δημιουργία ενός εξαίρετου πολιτισμού, που σφράγισε τον αρχαίο κόσμο και έθεσε τις βάσεις του σύγχρονου παγκόσμιου πολιτισμού. To ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες συμβαδίζει και με την αγωνία για τον νεότερο Ελληνισμό και τόσο η Eπανάσταση όσο και η ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους ανανεώνουν την κινητικότητα των περιηγητών.

Tο 1834 η Aθήνα θα ονομαστεί επισήμως πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους και έδρα του νεαρού Βαυαρού βασιλιά των Eλλήνων Όθωνα. Aρχίζει μία νέα περίοδος για την πόλη. Tο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο που εμπνεύστηκαν Γερμανοί και Έλληνες αρχιτέκτονες, αντάξιο του παρελθόντος της, δεν εφαρμόστηκε ποτέ, η ανοικοδόμηση όμως παρ’ όλα αυτά ήταν ραγδαία. Kοντά στα δημόσια κτήρια νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που προσομοιάζουν και εξισώνουν τη νέα πρωτεύουσα με τις ευρωπαϊκές πόλεις, τα σπίτια πυκνώνουν και απλώνονται σε καινούργιες συνοικίες, ενώ τα αρχαία ερείπια αρχίζουν σιγά σιγά να αυτονομούνται σε ιδιαίτερους χώρους. Αξιοσημείωτη θεωρείται η όψη της νέα πρωτεύουσας του Ελληνικού Κράτους (1834), όπως αποτυπώνεται από ανώνυμο Γερμανό καλλιτέχνη σε σχεδιαστικό πανόραμα [Panoramic sketch...]

Οι πανοραμικές απόψεις πόλεων ήταν πολύ δημοφιλείς στις εύπορες τάξεις, τον 19ο αιώνα. Στις μεγάλες πόλεις  οι θεατές απολάμβαναν το θέαμα σε ειδικά διαμορφωμένα κτήρια. Εμπνευστής της ιδέας ήταν ο R. Barker. Ο γιός του, Η.Α. Βarker, μαζί με τον R. Burford (1818) συνέχισαν το κερδοφόρο αυτό θέαμα. Παράλληλα διέθεταν μικρά έντυπα με σχέδια των πόλεων και επεξηγηματικές σημειώσεις.

Με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, παράλληλα με το έργο των Γαλλικών Αποστολών για τη χαρτογράφηση του Ελληνικού Κράτους, με δαπάνες του τελευταίου, συγκεντρώθηκε, όσον αφορά τη θεματογραφία του, και πρωτότυπο εικαστικό υλικό (J.-P.-Ε.-F. Peytier, 1829-32, 1833-36). Σχέδια υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας και τεχνικής συνοδεύουν τις καίριες παρατηρήσεις των μελών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά, υπό τη διεύθυνση του G. A. Blouet, πάνω στα μνημεία και τους τόπους που είχαν αναλάβει να ερευνήσουν. Τα πορίσματα των μελετών αυτών και τα σχέδια που τα συνοδεύουν, τα οποία κυκλοφόρησαν σε τρεις μνημειώδεις τόμους (1831, 1833, 1838), συνέβαλαν πολύ στην διαμόρφωση της εικόνας των μνημείων και έγιναν εγχειρίδιο αναφοράς για κάθε μελλοντική σχετική μελέτη. 

Οι απεικονίσεις των μνημείων της Αθήνας και τοπίων της Αττικής του C.F.T.C. DAligny (1843) πρωτοτυπούν ως προς τα σημεία αποτύπωσης του χώρου αλλά και τη θεματική τους ενώ πολύτιμα για την όψη των μνημείων της Αθήνας τα πρώτα χρόνια της οθωνικής περιόδου παραμένουν τα σχέδια του A.M. Chenavard  (1857). Μια ανεπάντεχη άποψη από την Ακρόπολη μας παραδίδεται σε πίνακα της Anne Margaretta Burr (1841). Η αντίστοιχη υδατογραφία αποδίδει κάλλιστα πώς η ζωγράφος εντυπωσιάστηκε από τη θέα προς τα δυτικά της Ακρόπολης. Με γραφικές και αληθοφανείς λεπτομέρειες, οι πίνακες στο έργο της Mary Georgiana Emma Seymour Dawson Damer (1841) εντάσσονται απόλυτα στο εικαστικό πνεύμα των μέσων του 19ου αιώνα. Οι λιθογραφίες στο έργο του H. Cook (1853) αποπνέουν το ίδιο ήρεμο εικαστικό ύφος είτε πρόκειται για μνημεία στον χώρο, είτε για τοπία, είτε για στιγμιότυπα. Ανθρώπινες μορφές σε γραφικές σκηνές εμπλουτίζουν συνήθως τις απόψεις μνημείων, ενώ πρόσθετη βλάστηση ισορροπεί τις απόψεις τοπίων.  

Το χρονικό των ταξιδιών του Victor Godart-Faultrier (1857) συνοδεύεται από ανεξάρτητο Λεύκωμα. Οι εξαιρετικής ποιότητας λιθόγραφοι πίνακες απεικονίζουν ευρήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης αλλά και σπάνια θέματα με βυζαντινές αρχαιότητες.

Ο F.C.H.L. Pouqueville (που μας κληροδότησε σε ένα άλλο του έργο ένα από τα πιο συγκροτημένα κείμενα για τη γεωμορφολογία της ηπειρωτικής Ελλάδας), στο έργο του “Grèce” (1835) δανείζεται και για την εικονογράφηση που αφορά την Αθήνα, κυρίως απόψεις από δημοφιλείς και αξιόλογες προγενέστερες εκδόσεις άλλων περιηγητικών έργων. Ο Chr. Wordsworth κυκλοφόρησε, αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, ένα έργο (περισσότερο ιστορικο-αφηγηματικό παρά περιηγητικό), με πλούσια εικονογράφηση, που είχε μεγάλη απήχηση. Σε μια επανέκδοσή του (1882) έχουμε έναν πλούτο σε πίνακες που αφορούν την Αθήνα, σε νέο εικαστικό ύφος. Σε αυτόν τον Άγγλο εκκλησιαστικό οφείλουμε και ένα άλλο αξιομνημόνευτο έργο, όπου ενσωματώνονται φιλολογικές ιστορήσεις με την προσωπική παρατήρηση από επιτόπια περιήγηση (Chr. Wordsworth στα 1836 και Chr. Wordsworth στα 1841).

Oι Ευρωπαίοι επισκέπτες συζητούν πια τα πολιτικά δρώμενα την περίοδο της άφιξης του Όθωνα ή και την άναρχη περίοδο της έξωσής του, λογοτέχνες, στρατιωτικοί συναντούν, συνομιλούν και συνθέτουν τα πορτρέτα πολιτικών και δημόσιων προσώπων της αθηναϊκής κοινωνίας. H συνύπαρξη των επισκεπτών με πρόσωπα της ελληνικής πολιτικής, η μακροχρόνια παραμονή τους, οι πολύπλευρες αναζητήσεις (καλλιτεχνικές, λογοτεχνικές) αποθέτουν πλούσια αρχεία με ποικίλο υλικό (σχέδια, πίνακες, ποιήματα, βιογραφίες, οδοιπορικά). H ζωή στη νέα πρωτεύουσα αποκαλύπτεται με διεισδυτικές λεπτομέρειες. Οι αρχαιολογικοί χώροι, και σε όλη την Aττική, συναγωνίζονται στην προσέλκυση επισκεπτών, αναμιγνύονται πολιτική και εθνογραφία, αλλά τελικά το φυσικό περιβάλλον υπερισχύει (J. Skene στα 1838-45, Th. Moncel στα 1843, Ed. Learστα 1848-49). Στα Λευκώματα του 19ου αιώνα ήταν συνήθης η αντιγραφή θεμάτων από ευπώλητα έργα επώνυμων καλλιτεχνών, χωρίς αυτό πάντα να δηλώνεται. Το Album zur Erinnerung an Athen κυκλοφορεί στα μέσα του 19ου αιώνα, με πίνακες που αντιγράφουν ως και στις λεπτομέρειες αντίστοιχα έργα του Γάλλου σχεδιαστή Th. A. L. Vicomte du Moncel.

Κοινωνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις, αλλά και τοπία και αξιόλογα μνημεία κοσμούν το έργο του G. Cochrane (1837).  Οι εικόνες αυτές συμπληρώνουν την περιγραφή του πολιτικού και κοινωνικού βίου τα πρώτα χρόνια του Ελληνικού Κράτους η οποία μας παραδίδεται στο κείμενο. Τα σχέδια του καλλιτέχνη Fr. Hervé (1837), και κυρίως οι προσωπογραφίες είναι σε αρμονία με το ζωντανό και χαριτωμένο συγγραφικό του ύφος. Aξιωματικοί της βαυαρικής φρουράς, αλλά και ο αυλικός περίγυρος και οι επισκέπτες του, σε ημερολόγια ή άλλα έργα, με καλοπροαίρετη αντικειμενικότητα σκιαγραφούν απλά και με σαφήνεια τους ανθρώπους και τον χώρο (A.F. Stademann στα 1841), ενώ τα ταξιδιωτικά χρονικά, τα οποία περιγράφουν το απαραίτητο για τις γνώσεις αλλά και την κοινωνική προβολή “Μεγάλο Ταξιδι” (Grand Tour) των ευκατάστατων Δυτικοευρωπαίων στην Ανατολή, εικονογραφούνται με πίνακες όπου ξεδιπλώνονται τα μαγευτικά τοπία και της περιοχής της Αθήνας (G.N. Wright στα 1842, J.H. Allan στα 1843, J. comte d’Estourmel στα 1848, E. Rey στα 1867, R.R. Farrer στα 1880). Η διεισδυτική ματιά και η παρατηρητικότητα στους χώρους και τους ανθρώπους που χαρακτηρίζει το κείμενο του H. Belle(1881) διακρίνεται και στο εικονογραφικό υλικό που εμπλουτίζει το χρονικό του. Στο Λεύκωμα  (1984) μάς παραδίδονται αξιολογότατες και σπάνιες  ξυλογραφίες από το πρωτοπόρο εβδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό “The Illustrated London News” (1842-1885) και το συγγενές “The Graphic” (1869-1885). Απεικονίζονται τοποθεσίες, πρόσωπα και γεγονότα (πολιτικά, κοινωνικά, πολεμικά) από το 1842 έως το 1885. Τα καλλιτεχνικά περιοδικά του 19ου αιώνα, με ταξιδιωτικό αλλά και αφηγηματικό περιεχόμενο, δημοσίευαν πίνακες με απόψεις σημαντικών μνημείων της Ανατολής συνοδευόμενους από εμπεριστατωμένα επεξηγηματικά κείμενα. Αποτελούσαν ευπώλητες εκδόσεις με ψυχαγωγικό αλλά και εποικοδομητικό χαρακτήρα (M. Busch, 1869)

Eξαιρετικής ποιότητας ξυλογραφίες κοσμούν το έργο του J. von Falke (1887 / 2002). Απεικονίζουν έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης αλλά και φανταστικές αναπαραστάσεις που αφορούν κυρίως τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των αρχαίων Ελλήνων.

Στα μέσα του 19ου αιώνα κυκλοφορεί μία πρώτη εμπεριστατωμενη μελέτη για τα μνημεία της Αθήνας όπως αυτά δημοσιεύτηκαν στα περιηγητικά έργα από τον 15ο αιώνα και μετέπειτα (L.-E.-S.-J. de Laborde στα 1854), ενώ προς το τέλος του αιώνα εκδίδεται ένα ιστορικο-αισθητικό δοκίμιο που συνοδεύεται με εξίσου σημαντικές τοπογραφικές και αρχαιολογικές καταγραφές (A. Boetticher στα 1888). Πολυτιμότατο για την ιστορία της Ακρόπολης και της Αθήνας παραμένει το έργο του H.A. Omont (1881), όπου δημοσιεύονται όλες οι μέχρι τότε γνωστές τοπογραφικές απεικονίσεις της Αθήνας, από περιηγητικές κυρίως εκδόσεις του 17ου αιώνα, και τα σχέδια του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα από τον Γάλλο Jacques Carrey. Τα σχέδια αυτά είχαν γίνει μετά από παραγγελία του Γάλλου πρέσβη Fr. Ol. Marquis de Nointel, και είναι τα μοναδικά που διασώζουν την εικόνα των γλυπτών του Παρθενώνα πριν από την ανατίναξη του μνημείου από τις βόμβες του Fr. Morosini στα 1687.

Eίναι πραγματικά εντυπωσιακός ο αριθμός των επισκεπτών και η αυθόρμητη ανάγκη τους να εικονογραφήσουν όσο το δυνατόν λεπτομερέστερα τη νέα εικόνα που τους παραδίδει η ζωντανή αυτή πόλη (A. Schweiger Lerchenfeld στα 1887, El. Cabrol στα 1890). Το έργο του πολυγραφότατου Ιρλανδού λογίου J.P. Mahaffy που αναφέρεται σε περιηγήσεις του στην Ελλάδα (1890) εμπλουτίστηκε με εξαιρετικές ξυλογραφίες. Τα χαρακτικά αυτά προήλθαν από σχέδια με μολύβι, τα οποία βασίστηκαν σε φανταστικές απεικονίσεις αλλά και φωτογραφίες.

Τα πρωτοπόρα σκαριφήματα του Γάλλου σκιτσoγράφου H.L. Avelot (1899), με ανθρώπινους κυρίως τύπους, αλλά και λεπτομέρειες και στιγμιότυπα του καθημερινού βίου, αποτελούν εξαιρετικά πρωτότυπο υλικό, και έκτοτε συναντάμε και άλλους καλλιτέχνες που τολμούν παρόμοιες εικονογραφήσεις.

H Aθήνα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα ταυτίζεται στην πραγματικότητα με την ιστορία και την τύχη του σύγχρονου Eλληνισμού. H βαθμιαία απελευθέρωση του βορειοελλαδικού χώρου, η προσάρτηση των Iονίων νήσων και της Kρήτης υπήρξαν επίπονες για τον ελληνικό λαό και δημιουργούσαν θετικό πολιτικό αναβρασμό στην Aθήνα, και έτσι οι ζωντανοί διάλογοι που γεμίζουν τα ταξιδιωτικά κείμενα φωτογραφίζουν με αμεσότητα τα καθημερινά στιγμιότυπα και οι πίνακες αφηγούνται με εύγλωττο τρόπο την εικόνα της πόλης. Όταν το κράτος περνάει πλέον από την «εφηβεία» στην ωρίμανση και την πάλη των νέων εδαφικών του διεκδικήσεων, ο εξευρωπαϊσμός του αντιμετωπίζεται άλλοτε ειρωνικά, άλλοτε με επιείκια, η χώρα των ηρώων γίνεται η χώρα των πολιτικών και οι Oλυμπιακοί Aγώνες με τους πολλαπλούς απόηχους προσελκύουν και άλλους επισκέπτες. Βαθμιαία, από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι ταξιδιωτικοί οδηγοί γίνονται πλέον το απαραίτητο εφόδιο για την εξερεύνηση και γνωριμία των τόπων, οδηγοί που χαρτογραφούν πόλεις και αρχαιολογικούς χώρους (C. Baedeker στα 1894)

Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η φωτογραφία ανατρέπει τις επιλεκτικές υποκειμενικές αναπαραστάσεις του χώρου και την ίδια στιγμή γίνεται το πιο ισχυρό όπλο για την καταγραφή της πραγματικότητας, πάντα όμως από το χέρι του δημιουργού της. Οι φωτογραφικές λήψεις του σημαντικού Άγγλου φωτογράφου Fr. Bedford (1866) κατατάσσονται ως πολυτιμότατες μαρτυρίες για την κατάσταση των μνημείων και των ερειπίων στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι φωτογραφικές λήψεις, κυρίως των ερειπίων της Αθήνας, αποτελούν πολυτιμότατη πηγή για την ιστορία των ανασκαφικών και αναστηλωτικών εργασιών στα μνημεία της πόλης. Επιβεβαιώνουν επίσης ότι το ενδιαφέρον των φωτογράφων του 19ου αιώνα, όπως και των άλλων καλλιτεχνών της εποχής, επικεντρώνεται στις αρχαιότητες (H. Beck, 1868). Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το χρονικό του S.J. Barrows (1898) επικεντρώνονται κυρίως στα πρόσφατα ανασκαφικά ευρήματα της εποχής, γεγονός που δείχνει πόσο ο   συγγραφέας είχε εντυπωσιαστεί από τις νέες αρχαιολογικές ανακαλύψεις αλλά και τη σημασία των εργασιών αυτών.

Ταυτόχρονα συνυπάρχουν στις ταξιδιωτικές εκδόσεις πολλές τεχνικές εικονογράφησης, όπως σχέδια, χαρακτικά, υδατογραφίες, φωτογραφίες (Fr. Perilla στα 1929). Σταθμός στις φωτογραφικές αποτυπώσεις έμεινε το έργο του F.F. Boissonnas. Για την Αθήνα ο φημισμένος φωτογράφος εγκλωβίζει (1919) στον φακό του, με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, αρχαιότητες, μνημεία, τοπία.

Kαι τον 20ό πια αιώνα, οι συγγραφείς εμπλέκονται σε εναλλασσόμενους ρόλους: είναι ταυτόχρονα οι ίδιοι λογοτέχνες, φωτογράφοι, ερευνητές, ποιητές, καλλιτέχνες… πάνω απ’ όλα όμως είναι ταξιδιώτες. Mόνο που τώρα δεν συγκροτείται από την πλευρά τους μια συνολική «στάση», αλλά προβάλλεται περισσότερο μια «διάσταση» των θεμάτων που συγκροτούν τον χώρο (R. Puaux στα 1932). Έτσι ξαναεπιστρέφουν στην ιστορική μνήμη και στο τοπίο, ή μάλλον στο τοπίο που έτρεφε και τρέφει την ιστορία του κάθε τόπου. Kαι τούτο είναι που συνεχίζει να εμπλουτίζει την εικαστική αναπαράσταση και του αθηναϊκού χώρου ή να κληροδοτεί μια βαθιά πίστη και μια λατρεία για ό,τι ελληνικό. Τα χαρακτικά και οι ακουαρέλες με τοπία ή λεπτομέρειες του χώρου και ανθρώπινους τύπους, τα οποία προέρχονται από σχέδια του ίδιου του P. Jeancard (1919), θυμίζουν φωτογραφικές λήψεις. Τέλος, η φωτογραφία γίνεται η “φιλοσοφική λίθος” της μνήμης και από τα πιο ισχυρά όπλα για την όσο το δυνατόν ακριβέστερη αντικειμενικότητα (Al. Van den Brule στα 1907 και E. Reisinger στα 1923)

Στο πέρασμα των αιώνων για όλους τους επισκέπτες η λαμπερή πολιτεία δεν έπαψε να είναι ο χώρος όπου γεννήθηκαν οι υψηλότερες ηθικές αξίες για έναν πολίτη του κόσμου, εκεί όπου η ευγένεια, το μέτρο, η πνευματική αρμονία, δεν συνθλίβουν τον άνθρωπο, αλλά του αποδίδουν το αγαθό της γνώσης και της ευζωΐας. Eκείνη η κοινωνία, του 5ου π.X. αιώνα, που με την αμεσότητα του στόχου της μπορούσε να οδηγήσει στην περίσκεψη ελεύθερους και δημοκρατικούς πολίτες. Μια κοινωνία που αγαπούσε τον λόγο, το ήθος, τη λογική και επωμίζονταν την ευθύνη των πράξεών της. O αττικός λόγος και η κατάκτηση της γνώσης οδηγούσαν βήμα βήμα στη μετατροπή των ιδεών σε πιο χειροπιαστά έργα, έτσι όπως στεφάνωσαν τον βράχο-σύμβολο της Ακρόπολης. «Σε αυτόν το τόπο οδηγούμαστε για να συγκρίνουμε τη μονιμότητα και το σφρίγος του πνεύματος και της ευφυΐας που παρήγαγε αυτά τα δημιουργήματα. Δεν ψάχνουμε για την Aθήνα μόνο στην Aθήνα. Tούτη η επιγραφή γράφτηκε γι’αυτήν: εδώ είναι η καρδιά, το πνεύμα είναι παντού», όπως γράφει ένας περιηγητής.

Aθήνα: μια πόλη φωτοπερίχυτη από τη λάμψη των μνημείων της που έλαμψε στα μάτια των περιηγητών, μια πόλη που περιέλουσε τους κατοίκους της με φως, κρατώντας άσβεστο τον παλμό στην καρδιά της αγοράς, μια πόλη με το πέτρινο καράβι της Aκρόπολης να πλέει, να αντιστέκεται στον ιστορικό χρόνο, να ταξιδεύει τους περιηγητές της και να εμπλουτίζει τον εικονογραφικό θησαυρό των έργων τους.

Σύνταξη: Ιόλη Βιγγοπούλου