Αναζήτηση Tags

Συμπληρώστε λέξη ή φράση

Σύνθετη Αναζήτηση

 

Κόρινθος

Λόγω του λαμπρού της αρχαιοελληνικού παρελθόντος, η Κόρινθος παίρνει ήδη θέση στα πρώτα τυπωμένα βιβλία, όπως στο «Χρονικό της Νυρεμβέργης» του H. Schedel (1493), μια εικονογραφημένη ιστορία του κόσμου, όπου βέβαια οι πόλεις αποδίδονται φανταστικά και σχεδόν όλες όμοιες μεταξύ τους. Περίπου μισόν αιώνα αργότερα ο Γερμανός ουμανιστής N. Gerbelius εξέδωσε (1545) ένα συνοδευτικό κείμενο για τον χάρτη του Κερκυραίου Ν. Σοφιανού (κυκλοφόρησε στα μέσα του 16ου αιώνα), το οποίο και εικονογραφείται με απόψεις μερικών πόλεων και τοποθεσιών που σχετίζονται με τα τοπωνύμια του χάρτη. Η φανταστική αναπαράσταση της Κορίνθου, στο εικαστικό πνεύμα της εποχής, προσπαθεί να αποδώσει και το μεγαλείο των αρχαίων κτισμάτων. Οι εξαιρετικής χάραξης χάρτες της αρχαίας Ελλάδος του J. Laurenberg (1660) συνοδεύονται από επεξηγηματικά ιστορικο-γεωγραφικά κείμενα, όπου αναγνωρίζουμε την βαθιά λόγια γνώση του δημιουργού.

Στα 1682 δημοσιεύεται ένα σκαρίφημα της περιοχής, όπου δηλώνονται τα αξιοθέατα και αξιοπερίεργα και απεικόνιση αρχαίου επώνυμου τάφου (G. Wheler), ενώ λίγα χρόνια αργότερα έχουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα άποψη του Ακροκορίνθου, όπου δηλώνονται και τα  αντίπαλα στρατόπεδα Ενετών και Οθωμανών στη διάρκεια των προσφάτων συγκρούσεών τους (B. Randolph στα 1689). Η μεγάλη χαρτογραφική παραγωγή του εργαστηρίου της Γεωγραφικής Aκαδημίας των Αργοναυτών της Bενετίας, την οποία ίδρυσε ο V.M. Coronelli, περιλαμβάνει εκατοντάδες χαλκογραφίες με τις νικηφόρες μάχες των συμπατριωτών του κατά τον Eνετο-οθωμανικό πόλεμο (1684-1687). Για τη Κόρινθο έχουμε απόψεις της περιοχής, χάρτη και κατόψεις των τειχών (V.M. Coronelli στα 1688). Τα χαρακτικά στα έργα του V.M. Coronelli (1708) και V.M. Coronelli (1708) παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρόλο που πολλοί πίνακες επαναλαμβάνουν θέματα που είχαν ήδη δημοσιευτεί σε προγενέστερες εκδόσεις της Γεωγραφικής Ακαδημίας των Αργοναυτών. Οι πίνακες από τα έργα του Coronelli αντιγράφηκαν αυτούσιοι ή σε παραλλαγές και συνοδεύουν έκτοτε πάμπολλες επανεκδόσεις ή μεταφράσεις των έργων του ή εικονογραφούν μεταγενέστερα ταξιδιωτικά χρονικά, ιστορικά συγγράμματα και έντυπες γεωγραφικές εκδόσεις (Ol. Dapper, “Morea” στα 1688 με εξαιρετικής τεχνικής χαρακτικά). Στην τελευταία δημοσιεύονται, εκτός των άλλων και πίνακας με νομίσματα, απεικόνιση αρχαίου ελληνικού μύθου και αναπαράσταση αρχαίου επώνυμου τάφου, σχέδιο που δανείζεται από την προγενέστερη έκδοση του Wheler. Στις εκδόσεις του J. Enderlin (1686) και J. Enderlin (1685) συναντούμε πίνακες με θέματα που αντιγράφουν δημοφιλείς προγενέστερες εκδόσεις αλλά και έργα που κυκλοφορούν την ίδια περίοδο. Οι πίνακες στο έργο του J. Sandrart(1687) απεικονίζουν κάστρα και τοποθεσίες, κυρίως της βενετικής κυριαρχίας. Παρόμοια έργα κυκλοφόρησαν για να εξάρουν τις νικηφόρες νίκες των Ενετών στη σύγκρουση τους με του Οθωμανούς στη διάρκεια του ΣΤ΄ Βενετο-οθωμανικού πολέμου  (1684-1699). Καταφανώς επηρεασμένο από τις εκδόσεις της Γεωγραφικής Ακαδημίας των Αργοναυτών, το έργο του G. Albrizzi (1687) παραδίδει απόψεις από σημαντικά κάστρα, λιμάνια και πόλεις κυρίως στην Πελοπόννησο.

Oι πίνακες του Γάλλου αρχιτέκτονα D. Le Roy υστερούν σε ακρίβεια, αλλά σύμφωνα με τους αισθητικούς κανόνες της εποχής και ο ίδιος πρεσβεύει ότι εικονιστικά όλα είναι επιτρεπτά και το θέμα υπερτερεί της εικόνας, ενώ η συγκίνηση είναι σημαντικότερη της αποτύπωσης. Ο Le Roy υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τη δηκτική αλλά και τεκμηριωμένη κριτική των Άγγλων αρχιτεκτόνων J. Stuart και Ν. Revett. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του (1758, 1770) είχε μεγάλη επίδραση στην τέχνη και την αρχιτεκτονική της εποχής του. Για τη Κόρινθο η απεικόνιση του ναού επιβεβαιώνει ότι ο Le Roy δεν επισκέφτηκε τον χώρο ή ηθελημένα σχεδίασε για τον ναό όψη που δεν υφίσταται. H αγγλική έκδοση του έργου αυτού (R. Sayer, 1758) εμπλουτίστηκε με επεξηγηματικά κείμενα και αποσπάσματα από το δημοφιλές χρονικό του Άγγλου ταξιδιώτη G. Wheler (1682) και η άποψη της ναού στην Αρχαία Κόρινθο παρουσιάζεται σε σύνθεση με ένα άλλο μνημείο της Αθήνας.

Στη μυθιστορηματική ανάπλαση, αλλά και ταξιδιωτική αφήγηση του J.J. Barthélemy, που ιστορεί με ειδυλλιακό τρόπο ένα πανόραμα του αρχαίου κόσμου (πρώτη έκδοση στα 1788, επανέκδοση στα 1832), εμπλουτισμένη με χάρτες και σχέδια του Barbié de Bocage, και η οποία πυροδότησε το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για την αρχαιογνωσία, έχουμε και ένα χάρτη με την ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου.

Μία άποψη του ναού του Απόλλωνα με ανθρώπινες μορφές σε γραφικό στιγμιότυπο δημοσιεύεται στο σημαντικό έργο των J. Stuart / N. Revett (1794), οι οποίοι συστηματικά και με άρτιες μετρήσεις έδωσαν στην αρχαία, ελληνική κυρίως, αρχιτεκτονική πρωτεύουσα θέση.

Tέσσερις πολύ ενδιαφέροντες χάρτες κυκλοφόρησαν την ίδια περίπου περίοδο. Πρόκειται για τους χάρτες στον λιμενοδείκτη του J.N. Bellin (1771), στο ταξιδιωτικό χρονικό του αρχαιολόγου και μέλους της Εταιρείας των Dilletanti, R. Chandler (1776) και στο έργο του Άγγλου πολυταξιδεμένου ορυκτολόγου Ed. D. Clarke (1816). Οι λιγοστοί πίνακες που κοσμούν την έκδοση (1913) με τις επιστολές του J.B.S. Morritt, αποτελούν σπάνια δείγματα με σχέδια ζωγράφων που συνόδευαν τους περιηγητές και απεικονίζουν γνωστά μνημεία αλλά και ιστορικές περιοχές.

Από τις αρχές ήδη του 19ου αιώνα δημοσιεύονται απόψεις του αρχαίου δωρικού ναού του Απόλλωνα στα επιχρωματισμένα σχέδια του ταλαντούχου ζωγράφου L. Mayer (1803) και στο έργο του C. Frommel (1830). Την ίδια περίοδο το εντυπωσιακό τοπίο του κορινθιακού κάμπου εμπλουτίζει την θεματική εικονογράφησης της περιοχής (Ed. Dodwell στα 1819 και Ed. Dodwell στα 1819), T.S. Hughes στα 1820, W. Williams στα 1829 με πολλούς χαρακτηριστικούς με έντονες αντιθέσεις πίνακες , Ο.M. von Stackelberg στα 1830). Μετά το ταξίδι του στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, ο O.M. von Stackelberg (1834) κατάφερε να αποδώσει τόσο τις ιστορικές τοποθεσίες, όσο και τις αρχαιότητες με το νέο, βαθμιαία αναφαινόμενο, εικαστικό ρεύμα του ρομαντισμού αλλά και να εντυπωσιάσει με τους ηθογραφικού περιεχομένου πίνακές του (O.M. von Stackelberg στα 1831), όπου τόσο το θέμα, όσο και οι στάσεις και οι κινήσεις των μορφών καινοτομούν σε σχέση με τα συνηθισμένα της εποχής πρότυπα. Έντονη συναισθηματική φόρτιση χαρακτηρίζει τα εκ του φυσικού σχέδια του Γάλλου ζωγράφου Th. Le Blanc (1833-34).

Tον 19ο αιώνα η Πελοπόννησος καθίσταται μία από τις πλέον επισκέψιμες περιοχές και η Κόρινθος αποτελεί από τους πρώτους προτιμητέους προορισμούς, ενώ αναδεικνύεται στο εικαστικό σκέλος των περιηγητικών έργων (F.Ch.H.L. Pouqueville στα 1835, που αντιγράφει προγενέστερο χαρακτικό, J. Skene στα 1838-45, G.N. Wright στα 1842, J.H. Allan στα 1843, C.F.T.C. D’Aligny (1843),  J. Comte d’Estourmel στα 1848, E. Rey στα 1867, R.R. Farrer στα 1882, A. Schweiger Lerchenfeld στα 1887 και πολλά αξιόλογα θέματα από την περιοχή στους πίνακες του Th. Moncel στα 1843). Συναντάμε επίσης, μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, στην πολύ επιτυχημένη έκδοση του Chr. Wordsworth (περισσότερο ιστορικο-αφηγηματικό παρά περιηγητικό έργο) απόψεις της περιοχής της Κορίνθου, αντιγραφή από άλλες δημοφιλείς εκδόσεις ή και σε νέο εικαστικό ύφος (στην επανέκδοση του 1882) αλλά και θέματα με αξιόλογες λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής.

Οι λιθογραφίες στο έργο του H. Cook (1853) αποπνέουν το ίδιο ήρεμο εικαστικό ύφος είτε πρόκειται για μνημεία στον χώρο, είτε για τοπία, είτε για στιγμιότυπα. Ανθρώπινες μορφές σε γραφικές σκηνές εμπλουτίζουν συνήθως τις απόψεις μνημείων, ενώ πρόσθετη βλάστηση ισορροπεί τις απόψεις τοπίων.  

Τα καλλιτεχνικά περιοδικά του 19ου αιώνα, με ταξιδιωτικό αλλά και αφηγηματικό περιεχόμενο, δημοσίευαν πίνακες με απόψεις σημαντικών μνημείων της Ανατολής συνοδευόμενους από εμπεριστατωμένα επεξηγηματικά κείμενα. Αποτελούσαν ευπώλητες εκδόσεις με ψυχαγωγικό αλλά και εποικοδομητικό χαρακτήρα (M. Busch, 1869).

Σχέδια υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας και τεχνικής συνοδεύουν τις καίριες παρατηρήσεις των μελών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά, υπό τη διεύθυνση του G. A. Blouet, πάνω στα μνημεία και τους τόπους που είχαν αναλάβει να ερευνήσουν, ανάμεσά τους και η Κόρινθος. Τα πορίσματα των μελετών αυτών και τα σχέδια που τα συνοδεύουν, τα οποία κυκλοφόρησαν σε τρεις μνημειώδεις τόμους (1831, 1833, 1838), συνέβαλαν πολύ στην διαμόρφωση της εικόνας των μνημείων και έγιναν εγχειρίδιο αναφοράς για κάθε μελλοντική σχετική μελέτη. 

Η διεισδυτική ματιά και η παρατηρητικότητα στους χώρους και τους ανθρώπους που χαρακτηρίζει το κείμενο του H. Belle (1881) διακρίνεται και στο εικονογραφικό υλικό που εμπλουτίζει το χρονικό του. Το έργο του πολυγραφότατου Ιρλανδού λογίου J.P. Mahaffy που αναφέρεται σε περιηγήσεις του στην Ελλάδα (1890) εμπλουτίστηκε με εξαιρετικές ξυλογραφίες. Τα χαρακτικά αυτά προήλθαν από σχέδια με μολύβι, τα οποία βασίστηκαν σε φανταστικές απεικονίσεις αλλά και φωτογραφίες. Στο έργο του El. Cabrol (1890) περιλαμβάνεται άποψη της Αρχαίας Κορίνθου και του Ακροκορίνθου, σε πίνακα που χρησιμοποιεί την τεχνική της ηλιοτυπίας (φωτογραφική λήψη που αποτυπώνεται με τη μέθοδο της χαρακτικής).

Αξιόλογα παραμένουν τα θέματα που μας παραδίδονται: από τον Ed. Dodwell (1812),  λεπτομέρειες αναγλύφων σε αρχαίο φρέαρ, και από την εικονoγράφηση ποιήματος του Λόρδου Byron (1849) που αναφέρεται στην περιοχή. Χάρτης της ευρύτερης περιοχής υπάρχει στον «Δρομοδείχτη» του Βαυαρού Fr. Aldenhoven (1841), που τυπώθηκε στην Αθήνα, ενώ η χαρτογράφηση των αρχαιολογικών χώρων της Κορινθίας συνοδεύει τον πρακτικό τουριστικό οδηγό, απαραίτητο πλέον βοήθημα των ταξιδιών τον 19ο αιώνα (K. Baedeker στα 1894).

Eξαιρετικής ποιότητας ξυλογραφίες κοσμούν το έργο του J. von Falke (1887 / 2002). Απεικονίζουν έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης αλλά και φανταστικές αναπαραστάσεις που αφορούν κυρίως τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των αρχαίων Ελλήνων και αφορούν και την αρχαία Κόρινθο. Στο Λεύκωμα  (1984) μάς παραδίδονται αξιολογότατες και σπάνιες  ξυλογραφίες από το πρωτοπόρο εβδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό “The Illustrated London News” (1842-1885) και το συγγενές “The Graphic” (1869-1885). Απεικονίζονται  τοποθεσίες, πρόσωπα και γεγονότα (πολιτικά, κοινωνικά, πολεμικά) που αφορούν και την περιοχή της Κορίνθου, από το 1842 έως το 1885.

Τον 20ό αιώνα στην εικονογράφηση των ταξιδιωτικών χρονικών συνυπάρχουν πολλές τεχνικές (σχέδια, χαρακτικά, υδατογραφίες, φωτογραφίες). Στον Fr. Perilla (1929) ανήκει σχέδιο του Ακροκορίνθου, στον E. Reisinger (1923) εξαιρετικές λήψεις λεπτομερειών των γνωστών μνημείων και τέλος στον R. Puaux (1932) ανήκει πρωτότυπη λήψη με τα ερείπια και στο βάθος τον βράχο του Ακροκορίνθου. 

Σύνταξη: Ιόλη Βιγγοπούλου