COECK VAN AELST, Pieter. The Turks in MDXXXIII. A series of drawings made in that year at Constantinople by Peter Coeck of Aelst, and published from woodblocks..., Λονδίνο/Εδιμβούργο, Privately printed for W.S.M., MDCCCLXXIII [=1873].
Ο Pieter Coecke van Aelst (1502-1550) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, αρχιτέκτων, σκηνογράφος και σχεδιαστής υφαντών πινάκων (ταπισερί). Σπούδασε στις Βρυξέλλες (1517-1521), και ταξίδεψε στην Ιταλία (1521 και 1525). O Pieter Coecke διεύθυνε στην Αμβέρσα μεγάλο εργαστήριο υφαντών πινάκων, το οποίο είχε ιδρύσει ο πατέρας του, Pieter van Aelst ο πρεσβύτερος, και εθεωρείτο το καλύτερο της Ευρώπης. Στα 1533 ο Coecke πραγματοποίησε ένα ταξίδι προς την Κωνσταντινούπολη. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να πουλήσει ενδεχομένως ταπισερί στον σουλτάνο, να δημιουργήσει αντιπροσωπεία στην πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή και να μάθει τα μυστικά της υφαντουργικής τέχνης της Ανατολής. Ο Coecke πιθανότατα ήταν μέλος της ακολουθίας του C. van Schepper, πρέσβη του αρχιδούκα Φερδινάρδου της Αυστρίας στην Υψηλή Πύλη την περίοδο της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.
Η αποστολή έφυγε από τη Βιέννη τον Απρίλιο του 1533, επιβιβάστηκε σε πλοίο στη Ριέκα και, αφού διέσχισε τη Βοσνία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 1533. Ο Coecke παρέμεινε στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως τον Ιούλιο του ιδίου έτους. Στα 1534 ονομάστηκε επίσημος ζωγράφος της αυλής του Καρόλου Ε΄, και στα 1539 μετέφρασε από τα λατινικά στα φλαμανδικά το “Περί Αρχιτεκτονικής και Προοπτικής” του S. Serlios και αργότερα την πραγματεία του Βιτρούβιου περί αρχιτεκτονικής. Ανέλαβε τη διακόσμηση πολλών δημόσιων κτιρίων και έμεινε γνωστός για τις ξυλογραφίες του. Τα χαρακτικά αυτά διακρίνονται για τον πλούτο των λεπτομερειών, οι οποίες αποδίδονται με ιδιαίτερο χιούμορ. Αν και το εργαστήριο που διεύθυνε υπήρξε εξαιρετικά παραγωγικό, και ο ίδιος σχεδίασε πολλές αριστουργηματικές ταπισερί, ελάχιστα ζωγραφικά έργα του Coecke έχουν διασωθεί, καθότι χάθηκαν την περίοδο της εικονοκλασίας των Καλβινιστών. Το έργο του εντάσσεται στην ρομανική σχολή της Αμβέρσας, στην οποία διακρίνουμε τον απόηχο της τέχνης του Ραφαήλ, αλλά με τη σφραγίδα της φλαμανδικής τέχνης.
Μετά τον θάνατό του Coecke, η χήρα του δημοσίευσε αυτές τις επτά ξυλογραφίες, που είναι επικολλημένες σε καμβά μήκους πέντε μέτρων περίπου και χωρίζονται από μορφές Καρυάτιδων. Τα σπανιότατα αυτά έργα παρέμειναν πρωτοπόρα τόσο για την θεματική όσο και για τη χάραξή τους. Οι πίνακες απεικονίζουν σκηνές από το ταξίδι της αποστολής προς την Κωνσταντινούπολη. Σε αυτές περιλαμβάνονται ο καταυλισμός της αποστολής στην περιοχή της σημερινής Σερβίας, η διάβαση του ποταμού Έβρου, στιγμιότυπα από τις στάσεις του καραβανιού και τις καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων, ο εορτασμός της πανσελήνου στα περίχωρα της Φιλιππούπολης, η τελετή ενταφιασμού κοντά στην Αδριανούπολη, εορτές στον Κεράτιο Κόλπο και η μετάβαση της πομπής του Σουλτάνου από το παλάτι στον χώρο του βυζαντινού Ιπποδρόμου. Ο ίδιος ο Coecke απεικονίζεται διακριτικά σε όλους σχεδόν τους πίνακες αυτούς. Εκτός από τα σχέδια και τους πίνακες του Gentile Bellini, του ζωγράφου που έζησε για ένα διάστημα στην αυλή του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄ στα 1480, δεν υπάρχουν απεικονίσεις των οθωμανών ηγεμόνων πριν από τα σχέδια του Coecke. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν θαύμασε την τέχνη του, δέχτηκε να φιλοτεχνήσει την προσωπογραφία του ο Coecke, και του πρόσφερε πολλά και ακριβά δώρα. Οι μορφές, και τα θέματα της τέχνης του επηρέασαν μεταγενέστερους καλλιτέχνες-ταξιδιώτες, όπως τον N. de Nicolay ή τον Μ. Lorich, αλλά και τους γνωστούς ζωγράφους Ρούμπενς και Ρέμπραντ.
Στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, εκτός από την παρούσα σχολιασμένη έκδοση των πινάκων του Coecke, φυλάσσεται και μία πρωτότυπη έκδοση του έργου (1553).
Σύνταξη: Ιόλη Βιγγοπούλου