Ζάκυνθος
Η Ζάκυνθος χαρτογραφήθηκε στο πρώτο σημαντικό χειρόγραφο νησολόγιο, το “Liber Insularum Archipelagi” του Cr. Buondelmonti (1420), έργο που ενέπνευσε και μεταγενέστερα χειρόγραφα αλλά και έντυπα νησολόγια (B. Bοrdone στα 1547). Όπως όλα τα έργα του είδους, το νησολόγιο του Antonio Millo (1582-91) εμπλουτίζεται από χαρακτικά που είχαν ήδη δημοσιευθεί σε έντυπες εκδόσεις της εποχής. Στους χάρτες των νησολογίων του, όπως και σε αυτόν της Ζακύνθου, ο Αντώνιος σημειώνει τα επικίνδυνα σημεία πλεύσης, και χρησιμοποιεί τα τοπωνύμια των πορτολάνων της εποχής,
Μετά τη νικηφόρα για τις χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), στο πρωτοποριακό για την εποχή του νησολόγιο (1574) του G.Fr. Camocio, το οποίο επηρέασε μεταγενέστερα νησολόγια, όπως αυτό του G. Rosaccio (1598) αλλά και εικονογράφησε προσκυνηματικά χρονικά (H. Beauvau στα 1615), στον χάρτη της Ζακύνθου τονίζεται ο λόφος με το ισχυρό φρούριο και σημειώνονται οι καλλιεργημένες εκτάσεις στο νησί. Παρόμοιο χάρτη με μικρές διαφοροποιήσεις συναντάμε στα προσκυνηματικά χρονικά των J. Zuallart (1587) και J. Cootwick (1619). Στον τελευταίο έχουμε και τις πρώτες εικόνες για τον λεγόμενο τάφο του Μάρκου Τούλιου Κικέρωνα. Το ίδιο αυτό θέμα συναντάμε και σε μεταγενέστερες εκδόσεις, ως και διακόσια χρόνια μετά, στην έκδοση του ταξιδιού του Th.S. Hughes (1820). Ο T. Porcacchi κυκλοφόρησε μία πολύ πετυχημένη έκδοση (1620) νησολογίου με τη νέα τεχνική στην χάραξη, αυτήν της χαλκογραφίας. Η τεχνική αυτή επέτρεπε περισσότερες λεπτομέρειες, μεγαλύτερη ακρίβεια, πυκνότητα πληροφοριών, και καθιερώθηκε σταδιακά σε όλα τα εικονογραφημένα έργα μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε προτιμήθηκε βαθμιαία η λιθογραφία. Το έργο του A. Rocchetta (1630), με περιεχόμενο σπάνιο και πλούσιο σε πληροφορίες για τους τόπους και συμβουλές για τους ταξιδιώτες, δανείζεται τα εικονογραφικά θέματά του από προγενέστερα δημοφιλή προσκυνηματικά χρονικά.
Οι εξαιρετικής χάραξης χάρτες της αρχαίας Ελλάδος του J. Laurenberg (1660) συνοδεύονται από επεξηγηματικά ιστορικο-γεωγραφικά κείμενα, όπου αναγνωρίζουμε την βαθιά λόγια γνώση του δημιουργού. Στην έκδοση του J. Sandrart (1687) οι πίνακες απεικονίζουν κάστρα και τοποθεσίες, κυρίως της βενετικής κυριαρχίας. Παρόμοια έργα κυκλοφόρησαν για να εξάρουν τις νικηφόρες νίκες των Ενετών στη σύγκρουση τους με του Οθωμανούς στη διάρκεια του ΣΤ΄ Βενετο-οθωμανικού πολέμου (1684-1699): όπως στις εκδόσεις του J. Enderlin (1686) και J. Enderlin (1688) όπου συναντούμε πίνακες με θέματα που αντιγράφουν δημοφιλείς προγενέστερες εκδόσεις αλλά και έργα που κυκλοφορούν την ίδια περίοδο και στα τέλη του 17ου αιώνα, οι εκδόσεις του J. Peeters (1690) τονίζουν επίσης τις νίκες των χριστιανικών δυνάμεων της Δύσης στους Βενετο-οθωμανικούς πολέμους. Απεικονίζονται πόλεις, λιμάνια και τοποθεσίες από την Αδριατική θάλασσα έως την Ινδία. Τέλος, αξιoπρόσεκτος είναι ο χάρτης της νήσου στον Άτλαντα που συνοδεύει την έκδοση που επιμελείται ο J.B.G.M Bory de St. Vincent (1823).
Πρωτοπόρα θεωρούνται τα εικονογραφικά θέματα που συνοδεύουν τη σημαντική για την αρχαιοδιφική έρευνά του έκδοση του ταξιδιού του J. Spon (1678). Τα περισσότερα από τα θέματα αυτά κατατάσσονται ως οι πρώτες απεικονίσεις, κυρίως αρχαιολογικών μνημείων και ερειπίων. Το πρώτο ταξίδι του G. Wheler προς τον ελλαδικό χώρο (ο οποίος ήρθε με τον Γάλλο γιατρό και αρχαιογνώστη, J. Spon που πρώτος αναζήτησε αρχαιότητες επί τόπου ακολουθώντας τις αρχαίες πηγές), ξεκίνησε από τη Ζάκυνθο, την οποία και χαρτογραφεί (1682) με τη δική του ιδιαίτερη χάραξη. Ο V.M. Coronelli, ιδρυτής της Γεωγραφικής Aκαδημίας στη Bενετία, κυκλοφόρησε πάμπολλες εκδόσεις με εκατοντάδες χαλκογραφίες, διθύραμβο για τις νικηφόρες μάχες των συμπατριωτών του κατά τον Eνετο-οθωμανικό πόλεμο (1684-1687). Για τη Ζάκυνθο έχουμε μόνον δύο χαλκογραφίες (V.Μ. Coronelli στα 1687), ενώ χάρτη, κατόψεις του κάστρου και των οχυρώσεών του συναντάμε σε έκδοση του αμέσως επόμενου χρόνου (V.Μ. Coronelli στα 1688). Τα σχέδια αυτά, που αντιγράφηκαν αυτούσια ή σε παραλλαγές, συνοδεύουν έκτοτε πάμπολλες επανεκδόσεις ή μεταφράσεις των έργων του ή εικονογραφούν μεταγενέστερα ταξιδιωτικά χρονικά, ιστορικά συγγράμματα και έντυπες γεωγραφικές εκδόσεις, όπως το "Archipel", του Ol. Dapper στα 1688. Στο τελευταίο έργο, με τα εξαιρετικής τεχνικής χαρακτικά αλλά και πλούσιο σε περιεχόμενο (που ο συγγραφέας βασίστηκε κυρίως σε πηγές της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, πορτολάνους, νησολόγια, σύγχρονές του περιηγητικές μαρτυρίες και έγκυρους χάρτες της εποχής), συναντάμε για πρώτη φορά, εκτός από πίνακες με αρχαιότητες από το νησί, την πιο εντυπωσιακή ίσως άποψη τη πόλης και του λιμένα της Ζακύνθου. Την ίδια περίοδο στο έργο του J.v. Sandrart (1686) διακρίνουμε επιρροές από παρεμφερείς χαλκογραφίες, που χρονολογούνται από τα τέλη του 16ου αιώνα.
Εβδομήντα χρόνια αργότερα, στην έκδοση του ταξιδιωτικού χρονικού του Άγγλου εμπόρου Al. Drummond (1754), παρουσιάζονται δύο πρωτότυπες απόψεις: ενός σκοπέλου και της πόλης. Η σημαντική γεωγραφική θέση της νήσου στο θαλάσσιο ταξίδι από την Αδριατική προς την Ανατολή επιβεβαιώνεται και από τη δημοσίευση χαρτών και χαρτογραφήσεων των αγκυροβολίων (J.N. Bellin στα 1771 και J. Roux, στα 1804), ενώ χάρτη με τα αγκυροβόλια έχουμε και στον «Άτλαντα» που συνοδεύει το τρίτομο έργο του ευσυνείδητου Γάλλου κρατικού υπαλλήλου A. Grasset de Saint Sauveur (1800) για τα Επτάνησα. Η εικονογράφηση που αφορά τη Ζάκυνθο περιλαμβάνει απόψεις τοποθεσιών, πίνακες με αρχαιότητες και ενδυμασίες των κατοίκων.
Χάρτες της Ζακύνθου συναντάμε και στα έργα των: R. Chandler (1776, που ταξιδέψε στην Ανατολή σε αποστολή της εταιρείας των Άγγλων αρχαιόφιλων Dilettanti), W. Goodisson (1822, o οποίος εκτός από τα καθήκοντά του ως υπίατρος ερεύνησε και κατέγραψε πλήθος πληροφοριών που αφορούν το νησί και τους κατοίκους του), και φυσικά στον «Άτλαντα» που συνοδεύει τη μυθιστορηματική ανάπλαση, αλλά και ταξιδιωτική αφήγηση του J.J. abbé Barthélemy (1832), όπου ιστορείται με ειδυλλιακό τρόπο ένα πανόραμα του αρχαίου κόσμου.
Aντικειμενικά αλλά και με ευαισθησία μπορούν να χαρακτηριστούν τα σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα και ζωγράφου A.L. Castellan (1808), οποίος στο ταξίδι του προς την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσέγγισε και στη Ζάκυνθο. Ο καλλιτέχνης πρωτοτυπεί και ως προς τις πληροφορίες και ως προς τα θέματα που απεικονίζονται (απόψεις, ενδυμασίες). Το ταξίδι του Άγγλου αρχαιολόγου Ed. Dodwell και οι εκδόσεις που ακολούθησαν (μία από αυτές στα 1819 και στο Ed. Dodwell,1819) σηματοδότησαν έκτοτε έναν νέο τρόπο ανάγνωσης του «χώρου» και των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτόν (τοπίο, αρχαιότητες, άνθρωποι κ.λπ). Συνοδοιπόρος στο ταξίδι αυτό ήταν ο Ιταλός ζωγράφος S. Pomardi, ο οποίος εξέδωσε και το δικό του χρονικό (1820) εμπλουτισμένο με πολλά δικά του σχέδια. Ευκρίνεια και συνέπεια διακρίνουν τα σχέδια του Ιταλού Pomardi (1820) ο οποίος συνόδευσε ως ζωγράφος τις αρχαιολογικές περιηγήσεις του Ed. Dodwell και αποτύπωσε πλήθος θέματα κατά παραγγελία. Οι πίνακες του J. Cartwright (1821) παραδίδουν πραγματιστικά και τοπιογραφικά θέματα με εξαιρετική τεχνική λεπτότητα, αυθορμητισμό αλλά και ευαισθησία.Οι σπάνιες εικαστικές μαρτυρίες του έργου του W. Black (1900) αποτελούν πολυτιμότατη πηγή για την ιστορία του τόπου, καθόσον είναι από τα ελάχιστα έργα που χρονολογούνται την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης.
Σε μια από τις πολλές εκδόσεις πάνω στα ήθη, τα έθιμα, τις ενδυμασίες και τα μνημεία της Ελλάδος (Griechenland, 1825c), η εικονογράφηση δανείζεται πίνακες από δημοφιλή ταξιδιωτικά έργα τα οποία είχαν κυκλοφορήσει τις προηγούμενες δεκαετίες.
Μετά το ταξίδι του στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, ο O.M. von Stackelberg (1834) κατάφερε να αποδώσει τόσο τις ιστορικές τοποθεσίες, όσο και τις αρχαιότητες με το νέο, βαθμιαία αναφαινόμενο, εικαστικό ρεύμα του ρομαντισμού.
Ο Chr. Wordsworth κυκλοφόρησε, αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, ένα έργο (περισσότερο ιστορικο-αφηγηματικό παρά περιηγητικό) που εικονογραφήθηκε πλουσιοπάροχα και είχε μεγάλη απήχηση. Σε μια από τις επανεκδόσεις του (1882) έχουμε τη μοναδικά πρωτότυπη απεικόνιση συλλογής ελαιοκάρπων στους ελαιώνες της νήσου.
Τα γαλήνια καταπράσινα τοπία της νήσου αποτυπώθηκαν έξοχα στα ζωγραφικά έργα του Άγγλου τοπιογράφου Ed. Lear (1863), o οποίος έζησε πολλά χρόνια στην Κέρκυρα και περιηγήθηκε στα Επτάνησα. Την ίδια ήρεμη αίσθηση μας μεταδίδουν και τα τοπία στα χαρακτικά που εικονογραφούν τα έργα των R.R. Farrer (1882) και A. Schweiger Lerchenfeld (1887)
Τέλος το Οικόσημο της Κοινοπολιτείας των Ιονίων Νήσων (1817-1864) με τον θυρεό της Μεγάλης Βρετανίας συμπεριλαμβάνεται στο χρονικό του J.H. Allan (1843) από το ταξίδι του στη Μεσόγειο.
Σύνταξη: Ιόλη Βιγγοπούλου