Νεμέα
Η Νεμέα απεικονίστηκε σε ένα από τα σημαντικά χρονικά της προεπαναστατικής περιόδου που κυκλοφόρησαν, αυτό του οξυδερκή και διορατικού, πολυταξιδεμένου ορυκτολόγου Ed.D. Clarke (1814). Απεικονίζονται οι εντυπωσιακοί κίονες και όπως σημειώνει στο κείμενό του: «από το μεγαλοπρεπές αρχαίο οικοδόμημα έχουν απομείνει μόνον τρεις κίονες, οι δύο να στηρίζουν ένα επιστύλιο...». Λίγα χρόνια πρίν, στα 1810, ο W. Gell, από τους πρώτους που πραγματοποιεί συστηματικές αρχαιολογικές αναζητήσεις σε τοποθεσίες που περιγράφονται στo κείμενο του Παυσανία, δημοσιεύει σε χαρακτικό, την πρώτη ίσως, απεικόνιση των ερειπίων, βασισμένη σε δικό του σχέδιο. Αυτές οι δύο απόψεις, και μέχρι τις πρόσφατες αναστηλώσεις, οι μόνες που αναδεικνύουν τη ρωμαλέα λιτότητα των δωρικών κιόνων, αντιγράφηκαν αυτούσες ή και ενέπνευσαν μεταγενέστερα χαρακτικά.
Ο F.C.H.L. Pouqueville (που μας κληροδότησε ένα από τα πιο συγκροτημένα κείμενα για τη γεωμορφολογία της ηπειρωτικής Ελλάδας), στο έργο του «Grèce” (1835) η εικονογράφηση δανείζεται κυρίως, απόψεις από δημοφιλείς και αξιόλογες προγενέστερες εκδόσεις άλλων περιηγητικών έργων. Έτσι το θέμα της Νέμεας προέρχεται από τον O. O.M. von Stackelberg.
Σχέδια υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας και τεχνικής συνοδεύουν τις καίριες παρατηρήσεις των μελών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά, υπό τη διεύθυνση του G. A. Blouet, πάνω στα μνημεία και τους τόπους που είχαν αναλάβει να ερευνήσουν, ανάμεσά τους και τη Νεμέα. Τα πορίσματα των μελετών αυτών και τα σχέδια που τα συνοδεύουν, τα οποία κυκλοφόρησαν σε τρεις μνημειώδεις τόμους (1831, 1833, 1838), συνέβαλαν πολύ στην διαμόρφωση της εικόνας των μνημείων και έγιναν εγχειρίδιο αναφοράς για κάθε μελλοντική σχετική μελέτη.
Λίγο μετά την Ελληνική Επανάσταση (1829), αφενός ο Η.W. Williams αναδεικνύει τη δύναμη των δωρικών κιόνων στο σιωπηλό περιβάλλον τοπίο και αφετέρου οι δύο απόψεις του O.M. von Stackelberg (1830) προβάλλουν τη γαλήνη και την απλότητα του χώρου και των ερειπίων. Αυτές ακριβώς οι απόψεις, με λίγο διαφορετικό εικαστικό ύφος, εικονογραφούν, μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, και το έργο του Ch. Wordsworth, σε έκδοση του 1882), ενώ ο Th. Du Moncel προσθέτει (1843) στο γνωστό τοπίο του ερειπιώνα ανθρώπινες μορφές, που προσδίδουν έναν τόνο γραφικότητας. Προς το τέλος του 19ου αιώνα επανεμφανίζονται τα ίδια θέματα (R.R. Farrer, στα 1882) και την ίδια περίοδο στην έκδοση του A. Schweiger Lerchenfeld (1887) απομονώνονται τα όρθια ερείπια από τη γαλήνια περιβάλλουσα πεδιάδα και ο δωρικός ρυθμός των κιόνων επιβάλλεται στην όλη άποψη.
Τα καλλιτεχνικά περιοδικά του 19ου αιώνα, με ταξιδιωτικό αλλά και αφηγηματικό περιεχόμενο, δημοσίευαν πίνακες με απόψεις σημαντικών μνημείων της Ανατολής συνοδευόμενους από εμπεριστατωμένα επεξηγηματικά κείμενα. Αποτελούσαν ευπώλητες εκδόσεις με ψυχαγωγικό αλλά και εποικοδομητικό χαρακτήρα (M. Busch, 1869).
Σύνταξη: Ιόλη Βιγγοπούλου