Ολυμπία - Φιγάλεια
ΟΛΥΜΠΙΑ
Ο Γερμανός ουμανιστής N. Gerbelius εξέδωσε (1545) ένα συνοδευτικό κείμενο για τον χάρτη του Κερκυραίου Ν. Σοφιανού (κυκλοφόρησε στα μέσα του 16ου αιώνα) το οποίο και εικονογραφείται με απόψεις μερικών πόλεων και τοποθεσιών που σχετίζονται με τα τοπωνύμια του χάρτη. Η φανταστική αναπαράσταση του χώρου, στο εικαστικό πνεύμα της εποχής, προσπαθεί να αποδώσει και το μεγαλείο των αρχαίων κτισμάτων, ενώ η αντίστοιχη φανταστική αναπαράσταση στο έργο του F.Ch.H.L. Pouqueville (1835) επιτυγχάνει μεγαλύτερη προσέγγιση όσον αφορά την αρχιτεκτονική όψη των αρχαίων μνημείων.
Διακόσια πενήντα χρόνια αργότερα από την πρώτη εικόνα για την Ολυμπία, μία κάτοψη του μεγάλου ναού του Δία δημοσιεύεται στην αρχιτεκτονική μελέτη του W. Wilkins (1807) και λίγο αργότερα ακολουθεί η ολοκληρωμένη μελέτη του J. Spencer Stanhope (1824) αποκλειστικά για τα μνημεία της αρχαίας Ολυμπίας. Όπως και στα άλλα του έργα, ο Άγγλος τοπογράφος W.M. Leake (1824) παραδίδει συγκροτημένες και λεπτομερειακές αρχαιολογικές παρατηρήσεις.
Σχέδια υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας και τεχνικής συνοδεύουν τις καίριες παρατηρήσεις των μελών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά, υπό τη διεύθυνση του G.A. Blouet, πάνω στα μνημεία και τους τόπους που είχαν αναλάβει να ερευνήσουν, ανάμεσα τους και ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας. Τα πορίσματα των μελετών αυτών και τα σχέδια που τα συνοδεύουν, τα οποία κυκλοφόρησαν σε τρεις μνημειώδεις τόμους (1831, 1833, 1838), συνέβαλαν πολύ στην διαμόρφωση της εικόνας των μνημείων και έγιναν εγχειρίδιο αναφοράς για κάθε μελλοντική σχετική μελέτη.
Μετά το ταξίδι του στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, ο O.M. von Stackelberg (1834) κατάφερε να αποδώσει τόσο τις ιστορικές τοποθεσίες, όσο και τις αρχαιότητες με το νέο, βαθμιαία αναφαινόμενο, εικαστικό ρεύμα του ρομαντισμού. Το μαγευτικό όμως τοπίο της κοιλάδας του Αλφειού επιβάλλεται στη θεματογραφία και αποδίδεται έξοχα (O.M. von Stackelberg στα 1830), και σε πιο ανανεωμένο ζωγραφικό ύφος (R.R. Farrer στα 1882 και Cr. Wordsworth στην επανέκδοση του έργου του στα 1882). Τέλος η φωτογραφική τέχνη και τεχνική βοήθησε στην πιστή απόδοση των ερειπίων, χωρίς να προδίδει το μεγαλείο του χώρου (E. Reisinger στα 1923 και Fr. Perilla στα 1929).
Προσπάθειες για τη χαρτογράφηση της περιοχής έχουμε ήδη με τις επιμελημένες μελέτες: για όλο τον ηπειρωτικό χώρο που εκπόνησε ο Άγγλος στρατιωτικός W.M. Leake (1846), στον “Άτλαντα” που συνοδεύει τη μυθιστορηματική ανάπλαση του αρχαίου κόσμου του J.J. abbé Barthélemy (1832), στην γεωγραφική και χαρτογραφική έκδοση του F. Aldenhoven (1841) σε τυπογραφείο της Αθήνας, πρωτεύουσας πλέον του Ελληνικού Κράτους, και φυσικά στους ταξιδιωτικούς οδηγούς με την ευρεία πια κυκλοφορία στα τέλη του 19ου αιώνα (Κ. Baedeker στα 1894). Η χαρτογράφηση της έκδοσης του Abbe Barthélemy, «Το ταξίδι του Νέου Ανάχαρση», από τον πρωτοπόρο γεωγράφο και χαρτογράφo J.D. Barbié du Bocage (1788) αποτελεί ένα σπουδαίο έργο όπου συνδυάστηκε η λόγια γνώση των αρχαίων κειμένων με τα σύγχρονα πορίσματα από επιτόπιες γεωγραφικές έρευνες.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής και τα αγάλματα που κατατάχθηκαν στα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης δεν παραλείπονται και στις εκδόσεις των ταξιδιωτικών χρονικών (Ed. Dodwell στα 1819, A. Schweiger Lerchenfeld στα 1887 και E. Cabrol στα 1890).
Eξαιρετικής ποιότητας ξυλογραφίες κοσμούν το έργο του J. von Falke (1887 / 2002). Απεικονίζουν έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης αλλά και φανταστικές αναπαραστάσεις που αφορούν κυρίως τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των αρχαίων Ελλήνων ανάμεσά τους και θέμτα που σχετίζονται με τους αρχαίους αγώνες.
Το έργο του πολυγραφότατου Ιρλανδού λογίου J.P. Mahaffy που αναφέρεται σε περιηγήσεις του (1890) και στην Ολυμπία εμπλουτίστηκε με εξαιρετικές ξυλογραφίες. Τα χαρακτικά αυτά προήλθαν από σχέδια με μολύβι, τα οποία βασίστηκαν σε φανταστικές απεικονίσεις αλλά και φωτογραφίες.
ΦΙΓΑΛΕΙΑ
Ο εντυπωσιακός δωρικός ναός των κλασικών χρόνων του Επικουρίου Απόλλωνα στη Φιγάλεια, καθώς είναι από τα λίγα αρχαία μνημεία που στέκουν όρθια στον ελλαδικό χώρο, αποτυπώθηκε στα σχέδια και τα χαρακτικά πολλών περιηγητικών εκδόσεων, αλλά και έτυχε ανελέητης διαρπαγής του γλυπτού του διάκοσμου.
Κάτοψη του ναού του Απόλλωνα δημοσιεύεται στην αρχιτεκτονική μελέτη του W. Wilkins (1807) και μια πρώτη ολοκληρωμένη παρουσίαση με σχέδια, κατόψεις, τομές και μετρήσεις των αρχιτεκτονικών μελών του ναού έχουμε στην έκδοση της Εταιρείας των αρχαιόφιλων Dilettanti στα 1830 (Ch. R. Cockerell).
Απόψεις του ναού, έτσι όπως φαίνεται στην πλαγιά των αρκαδικών ορέων, συναντάμε στα έργα των: W. Haygarth στα 1814, ο οποίος κατορθώνει, όπως και το κείμενο που συνοδεύει τους πίνακές του, να αποδώσει ποιητικά το κτίσμα, W. Williams στα 1829 με την έντονη εναλλαγή του σκοτεινού/φωτεινού που προτιμά σε όλα του τα έργα ο ζωγράφος αυτός περιηγητής, C. Frommel στα 1830, F.Ch.H.L. Pouqueville σε έκδοση του 1835. Οι λιθογραφίες του Α.-V. Joly (1824), εμπνευσμένες από προγενέστερα έργα παρόμοιας θεματικής, εναρμονίζονται απόλυτα με το φιλελληνικό πνεύμα της εποχής.
Σχέδια υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας και τεχνικής συνοδεύουν τις καίριες παρατηρήσεις των μελών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά, υπό τη διεύθυνση του G.A. Blouet, πάνω στα μνημεία και τους τόπους που είχαν αναλάβει να ερευνήσουν, ανάμεσα τους και ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνα. Τα πορίσματα των μελετών αυτών και τα σχέδια που τα συνοδεύουν, τα οποία κυκλοφόρησαν σε τρεις μνημειώδεις τόμους (1831, 1833, 1838), συνέβαλαν πολύ στην διαμόρφωση της εικόνας των μνημείων και έγιναν εγχειρίδιο αναφοράς για κάθε μελλοντική σχετική μελέτη.
Μετά το ταξίδι του στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, ο O.M. von Stackelberg (1834) κατάφερε να αποδώσει τόσο τις ιστορικές τοποθεσίες, όσο και τις αρχαιότητες με το νέο, βαθμιαία αναφαινόμενο, εικαστικό ρεύμα του ρομαντισμού. Όμως ο Ο.M. von Stackelberg ήταν ένας από την πολυπληθή ομάδα των αρχαιόφιλων Ευρωπαίων, οι οποίοι πραγματοποίησαν ανασκαφές και λαφυραγώγησαν τον γλυπτό διάκοσμο από δύο σημαντικά αρχαία μνημεία στον ελλαδικό χώρο (τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα και τον ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες). Στην έκδοση αυτή (1826) παραδίδονται, σε εξαιρετικές λιθογραφίες, οι λίθοι με τα γλυπτό διάκοσμο από τον Ναό του Επικουρίου Απόλλωνα καθώς και απόψεις του ναού και του περιβάλλοντα χώρου.
Πλούτο πληροφοριών, τόσο για το ιστορικό τοπίο όσο και για τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Ελλήνων κατά την προεπαναστατική περίοδο, μας παραδίδουν οι εξαιρετικής ποιότητας πίνακες του Ed. Dodwell στα 1819 (και Ed. Dodwell, 1819). Σε μια από τις πολλές εκδόσεις πάνω στα ήθη, τα έθιμα, τις ενδυμασίες και τα μνημεία της Ελλάδος (Griechenland, 1825c), η εικονογράφηση δανείζεται πίνακες από δημοφιλή ταξιδιωτικά έργα τα οποία είχαν κυκλοφορήσει τις προηγούμενες δεκαετίες, όπως συμβαίνει και με το θέμα του ναού του Επικουρίου Απόλλωνα.
Οι λιγοστοί πίνακες που κοσμούν την έκδοση (1794-96/1913) με τις επιστολές του J.B.S. Morritt, αποτελούν σπάνια δείγματα με σχέδια ζωγράφων που συνόδευαν τους περιηγητές και απεικονίζουν γνωστά μνημεία αλλά και ιστορικές περιοχές.
Τα καλλιτεχνικά περιοδικά του 19ου αιώνα, με ταξιδιωτικό αλλά και αφηγηματικό περιεχόμενο, δημοσίευαν πίνακες με απόψεις σημαντικών μνημείων της Ανατολής συνοδευόμενους από εμπεριστατωμένα επεξηγηματικά κείμενα. Αποτελούσαν ευπώλητες εκδόσεις με ψυχαγωγικό αλλά και εποικοδομητικό χαρακτήρα (M. Busch, 1869)
Η διεισδυτική ματιά και η παρατηρητικότητα στους χώρους και τους ανθρώπους που χαρακτηρίζει το κείμενο του H. Belle (1881) διακρίνεται και στο εικονογραφικό υλικό που εμπλουτίζει το χρονικό του. Στα 1882 έχουμε άποψη του ναού στην έκδοση του R.R. Farrer και στην επανέκδοση του πολύ πετυχημένου (περισσότερο ιστορικού-αφηγηματικού παρά ταξιδιωτικού) έργου του Cr. Wordsworth, όπου δημοσιεύεται και μια φανταστική αναπαράσταση του αρχαίου ναού. Το έργο του πολυγραφότατου Ιρλανδού λογίου J.P. Mahaffy που αναφέρεται σε περιηγήσεις του (1890) και στις Βάσσες εμπλουτίστηκε με εξαιρετικές ξυλογραφίες. Τα χαρακτικά αυτά προήλθαν από σχέδια με μολύβι, τα οποία βασίστηκαν σε φανταστικές απεικονίσεις αλλά και φωτογραφίες. Ο ναός και το τοπίο αποδίδονται και στα χαρακτικά που συνοδεύουν την έκδοση του A. Schweiger Lerchenfeld (1887), ενώ φωτογραφία του ναού έχουμε και στο έργο του E. Reisinger (1923).
Χαρτογράφηση της περιοχής συναντούμε στην γεωγραφική και χαρτογραφική έκδοση του F. Aldenhoven (1841) σε τυπογραφείο της Αθήνας, πρωτεύουσας πλέον του Ελληνικού Κράτους, ενώ τα περίφημα ανάγλυφα από τη ζωφόρο με την παράσταση της Αμαζονομαχίας (σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο) περιλαμβάνονται στα έργα των J.J. Horner (1823) και A. Schweiger Lerchenfeld (1887).
Σύνταξη: Ιόλη Βιγγοπούλου