Αναζήτηση Tags

Συμπληρώστε λέξη ή φράση

Σύνθετη Αναζήτηση

 

Κωνσταντινούπολη

Τα περιηγητικά έργα (15ος-20ός αιώνας) αποτελούν πλούσιο υλικό για την ιστορία της οθωμανικής πρωτεύουσας, την Κωνσταντινούπολη. H λαμπρή πολιτεία την περίοδο αυτή, μέσα από τα κείμενα των περιηγητών και την εικονογράφηση των έργων τους, είναι ο “χώρος” και οι κυρίαρχοί του αλλά και οι άνθρωποι που την κατοικούν και τα γεγονότα που εξελίσσονται σε αυτήν και επηρεάζουν τις διεθνείς της εποχής εξελίξεις. Tα μνημεία αλλά και τα σύγχρονα με τους ταξιδιώτες κτίσματα και κυρίως το τοπίο στον περιβάλλοντα χώρο (Βόσπορος, Προποντίδα), η οθωμανική διοίκηση και η δομή της μουσουλμανικής κοινωνίας, ο καθημερινός και δημόσιος βίος των κατοίκων αλλά και η ιστορία της πολιτείας, η διπλωματική εμπλοκή των Eυρωπαίων και τα πολιτικά συμβάντα κατέχουν αξιοσημείωτο χώρο στα έργα τους. Παράλληλα, στα περιηγητικά έργα (κείμενα και εικονογράφηση) διαφαίνεται και το “βλέμμα” του καθενός ταξιδιώτη, η ιδεολογία του, το ατομικό ή ομαδικό όραμα και οι προσωπικοί μύθοι, συχνά δοσμένα όλα αυτά σε λογοτεχνικό ύφος και πάντα με το εκάστοτε εικαστικό πνεύμα της εποχής.

H πρόσληψη του χώρου και των κατοίκων της Kωνσταντινούπολης από τους περιηγητές ακολούθησε πιστά το παλιρροϊκό κύμα όλων των πνευματικών, πολιτικών και πολιτιστικών ρευμάτων, που στη διάρκεια του 15ου και έως τον 20ό αιώνα έσυραν τους Eυρωπαίους στο μεγάλο παιγνίδι της Iστορίας. Oι θεωρητικές γνώσεις των περιηγητών, τα οράματα ή η ιδεολογία τους συγκρούονταν με τις εμπειρίες και συνέθεταν στερεότυπα με τα οποία αλληλοτροφοδοτούνταν τα ταξιδιωτικά έργα. Λόγοι πολιτικοί, ιδεολογικοί, θρησκευτικοί ή προσωπικοί καθόρισαν το ταξίδι, τις παρατηρήσεις τους, τα γραπτά και την εικονογράφηση αλλά και τη σκοπιμότητα των έργων τους.

Tον 16ο αιώνα, από τη στιγμή που οι μοναρχίες των δυτικών-ευρωπαϊκών ηγεμονιών εγκαθιστούν πρεσβείες στην Kωνσταντινούπολη, στο πλαίσιο πολιτικών και οικονομικών διεκδικήσεων, τα ταξίδια των Eυρωπαίων προς την Aνατολή παύουν να έχουν ως κύριο στόχο μόνο το προσκύνημα στους Αγίους Tόπους. H Kωνσταντινούπολη γίνεται ο σχεδόν απαραίτητος προορισμός όλων των Δυτικοευρωπαίων που κατευθύνονται προς την Aνατολή. Tους επόμενους αιώνες ο αριθμός των επισκεπτών και τα αντίστοιχα παράγωγα του ταξιδιού τους σε εικόνες ανέρχονται σε χιλιάδες. Σημειώνουμε ότι από τον 15ο και ως τον προχωρημένο 19ο αιώνα η πόλη αναφέρεται πάντα, σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες της εποχής, ως Kωνσταντινούπολη και μόνο προς το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε αρχίζει να αναγράφεται και στους τίτλους των έργων τους ως Istanbul.

Η Κωνσταντινούπολη εμφανίζεται ήδη στο “Liber Insularum Archipelagi”, το πρωτοπόρο χειρόγραφο χαρτογραφικό έργο του Cr. Buondelmonti, στις αρχές του 15ου αιώνα (1420), που έγινε και πρότυπο για τα μεταγενέστερα χειρόγραφα και έντυπα νησολόγια. Στον χάρτη αυτό και σε όλα τα αντίγραφά του δίδεται έμφαση στα τείχη και στα μνημεία της πόλης. H Κωνσταντινούπολη εμφανίζεται στο πρωτοποριακό για την εποχή του νησολόγιο του G.Fr. Camocio (1574), το οποίο επηρέασε μεταγενέστερα νησολόγια, όπως αυτό του G. Rosaccio (1598), αλλά και εικονογράφησε προσκυνηματικά χρονικά (H. Beauvau, 1615). Ο T. Porcacchi κυκλοφόρησε μία πολύ πετυχημένη έκδοση (1620) νησολογίου με τη νέα τεχνική στην χάραξη, αυτήν της χαλκογραφίας. Η τεχνική αυτή επέτρεπε περισσότερες λεπτομέρειες, μεγαλύτερη ακρίβεια, πυκνότητα πληροφοριών, και καθιερώθηκε σταδιακά σε όλα τα εικονογραφημένα έργα μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε προτιμήθηκε βαθμιαία η λιθογραφία.

Χάρτες της πολιτείας έχουμε και στα έργα των F. Moryson (στα 1617), L. Deshayes Baron de Courmenin (στα 1624), J. Sandrart (στα 1686), J. Moreno (στα 1790), J.J. Bathélemy(σε επανέκδοση του έργου του στα 1832). Η χαρτογράφηση, της έκδοσης του Abbe Barthélemy «Το ταξίδι του Νέου Ανάχαρση», από τον πρωτοπόρο γεωγράφο και χαρτογράφo J.D. Barbié du Bocage (1788) αποτελεί ένα σπουδαίο έργο όπου συνδυάστηκε η λόγια γνώση των αρχαίων κειμένων με τα σύγχρονα πορίσματα από επιτόπιες γεωγραφικές έρευνες. Οι εξαιρετικής χάραξης χάρτες της αρχαίας Ελλάδος του J. Laurenberg (1660) συνοδεύονται από επεξηγηματικά ιστορικο-γεωγραφικά κείμενα, όπου αναγνωρίζουμε την βαθιά λόγια γνώση του δημιουργού. Στις εκδόσεις του V.M. Coronelli (1707) και του J. Enderlin (1685), J. Enderlin (1686) και J. Enderlin (1688) συναντούμε πίνακες με θέματα που αντιγράφουν δημοφιλείς προγενέστερες εκδόσεις αλλά και έργα που κυκλοφορούν την ίδια περίοδο. Στα τέλη του 17ου αιώνα, οι εκδόσεις του J. Peeters (1686) εξαίρουν τις νίκες των χριστιανικών δυνάμεων της Δύσης στους Βενετο-οθωμανικούς πολέμους. Απεικονίζονται πόλεις, λιμάνια και τοποθεσίες στην Αυστρία, τη νότιοανατολική Ευρώπη, την ανατολική Μεσόγειο και περιοχές της Ασίας ώς τη Σαουδική Αραβία. Οι πίνακες στο έργο του J. Sandrart (1687) απεικονίζουν κάστρα και τοποθεσίες, κυρίως της βενετικής κυριαρχίας. Παρόμοια έργα κυκλοφόρησαν για να τονίσουν τις νικηφόρες νίκες των Ενετών στη σύγκρουση τους με του Οθωμανούς στη διάρκεια του ΣΤ΄ Βενετο-οθωμανικού πολέμου  (1684-1699).

Από τα τέλη του 18ου αιώνα παρακολουθούμε βέβαια και μια ολοένα και περισσότερο επιμελημένη αποτύπωση του χώρου (J.B. Lechevalier στα 1800, G.A. Olivier στα 1801, Ch.C. Frankland στα 1829, R. Tweddell στα 1817) ή και εξειδικευμένες χαρτογραφήσεις (R. Walsh στα 1828).Στην πλούσια χαρτογραφική παραγωγή του τέλους του 18ου αιώνα συγκαταλέγονται και οι αξιόλογοι, εδώ επιχρωματισμένοι,  χάρτες του P.G. Chanlaire (περ. 1780).

Τον 15ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη παίρνει ήδη θέση στα πρώτα τυπωμένα βιβλία, όπως το «Χρονικό της Νυρεμβέργης» του Γερμανού H. Schedel (1493), μια εικονογραφημένη ιστορία του κόσμου, που ενισχύει τη θεωρητική γνώση αλλά και εξάπτει και την περιέργεια των αναγνωστών για τόπους μακρινούς. Οι πόλεις στην έκδοση αυτή απεικονίζονται με περίσσια φαντασία και ολίγη αληθοφάνεια. Το ενδιαφέρον εντούτοις στοιχείο στο συγκεκριμένο έργο είναι ότι, ενώ όλες οι άλλες πόλεις αποδίδονται φανταστικά και σχεδόν όλες όμοιες μεταξύ τους, στην περίπτωση της Κωνσταντινούπολης οι απεικονίσεις αποδίδουν, με τις δυνατότητες της ξυλογραφίας βέβαια, αρκετά ρεαλιστικά στοιχεία της πολιτείας (τείχη, μνημεία, γεωγραφική θέση, γεγονότα της εποχής). Στις αρχές του 16ου αιώνα κυκλοφόρησε μια χρονογραφία για τους Οθωμανούς (J.A.M. Adelphus στα 1513), που είναι εμπλουτισμένη με ξυλογραφίες και ανάμεσα στα θέματα που κοσμούν την έκδοση έχουμε και μία άποψη της Κωνσταντινούπολης.

Tην πρώτη περίοδο (15ος-16ος αιώνας) με αφορμή την επίσκεψη ή την παραμονή τους –επιθυμητή ή υποχρεωτική– στην πολιτεία, οι περιηγητές καταθέτουν στα οδοιπορικά τους (τα περισσότερα χρονικά διπλωματικών αποστολών) παράλληλα με την αναλυτική παρουσίαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (διοίκηση, κοινωνία, θρησκεία, ήθη κ.λπ.) και την περιγραφή των επιβλητικών χριστιανικών και μουσουλμανικών μνημείων. Έτσι από την περίοδο αυτή μοναδικό στο είδος του στάθηκε το έργο του ζωγράφου M. Lorich (c. 1559-1562). Οι πίνακές του ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες της εποχής και έκτοτε οι εικονογραφήσεις με θέμα τους Οθωμανούς όπως και οι προσωπογραφίες των σουλτάνων έγιναν περιζήτητες. (Λ. Χαλκοκονδύλης στα 1632, O.Gh. de Busbecq στα 1620 και O.Gh. de Busbecq στα 1664 και τα δύο σε επανεκδόσεις του έργου του κ.ά). Οι σπανιότατες και εξαιρετικής χάραξης ξυλογραφίες (1553) του P. Coecke van Aelst συνθέτουν μία σειρά από πολύ πρωτότυπα θέματα, που απεικονίζουν στιγμιότυπα από το ταξίδι προς την Κωνσταντινούπολη.

 Τα έργα του Άγγλου P. Rycaut (1670) για τους θεσμούς και την ιστορία του Οθωμανικού κράτους παρέμειναν βασικά εγχειρίδια, μέσω των οποίων γνώρισαν οι Δυτικοευρωπαίοι τη λαμπρή αλλά αλλόδοξη για αυτούς Αυτοκρατορία της Ανατολής, ενώ επηρέασαν επιπλέον όλα τα μετέπειτα παρόμοια κείμενα. Η βαθιά θεολογική κατάρτιση του J. Covel και η παραμονή του στη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, του επέτρεψαν να απεικονίσει απόλυτα ορθά σε πίνακες (1722), τα ιερά σκεύη και άμφια και άλλα σχετικά με την ορθόδοξη θρησκευτική πρακτική. Τα θέματα αυτά αντιγράφηκαν σε μεταγενέστερες εκδόσεις. Οι πίνακες που κοσμούν την έκδοση των περιηγήσεων του J. Thevenot (1727), απεικονίζουν ασυνήθιστα θέματα. Πρόκειται κατά κανόνα για πολυπρόσωπες συνθέσεις με πολλές λεπτομέρειες, που σκιαγραφούν σκηνές σε μακρινούς τόπους με μια αφηγηματικότητα ιδιαίτερα ελκυστική για τον αναγνώστη ενώ οι πίνακες που κοσμούν το χρονικό του ταξιδιού του Ch. Thompson (1752) αντιγράφουν θέματα που είχαν δημοσιευθεί σε δημοφιλείς προγενέστερες εκδόσεις. Επίσης η επανέκδοση του έργου του J.B. Tavernier (1712) περιέχει εικονογραφικά θέματα αρκετά πρωτότυπα, καθώς κατά κύριο λόγο έχουν σχέση με τις εμπορικές συναλλαγές στην Ανατολή, που ενδιέφεραν ιδιαίτερα τον ταξιδιώτη.

Από τα μέσα του 16ου αιώνα το θέμα της απεικόνισης ανθρώπινων τύπων και των ενδυμασιών τους αρχίζει να γίνεται πολύ δημοφιλές. Από τους πρώτους που παρέδωσαν παρόμοιους πίνακες είναι ο Γάλλος Ν. De Nicolay (1580), τα σχέδια του οποίου αντιγράφηκαν και εικονογράφησαν παρεμφερή έργα έως τα τέλη του 18ου αιώνα. Στα τέλη του 16ου αιώνα κυκλοφόρησε το έργο του C. Vecellio για τις ενδυμασίες διαφόρων λαών, όπου περιλαμβάνονται και ανθρώπινοι τύποι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1598 και επανέκδοση στα 1859).  Αξιοπρόσεκτες θεωρούνται οι απεικονίσεις γυναικών της Ανατολής με φόντο τοποθεσίες της οθωμανικής πρωτεύουσας στο έργο του G. De La Chapelle (1648;). Ακολουθεί η εντυπωσιακή έκδοση του Van Mour (1714), η οποία είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς μορφές και ενδυμασίες από το έργο αυτό επαναχρησιμοποιήθηκαν σε πάμπολλες μεταγενέστερες εκδόσεις (π.χ. στον A. de Lα Mottraye στα 1727 και A.J. Guer στα 1746-47). Λίγο αργότερα στα έργα των Fr. Calvert (Baron Baltimore) στα 1769 και Οc. Dalvimart στα 1804 “παρελαύνουν” οι ενδυμασίες όλων των αξιωματούχων της οθωμανικής διοίκησης αλλά και των διαφορετικών εθνοτήτων που ζούσαν στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Είναι ακριβώς η εποχή που το μεγαλόπνοο έργο του M.G.F.A. Choiseul-Gouffier εισήγαγε (τέλος 18ου - αρχές 19ου αιώνα) την «εικόνα» ως πρωτεύον στοιχείο σε ταξιδιωτικό χρονικό. Ο τρίτος τόμος του έργου (1822) περιλαμβάνει εξαιρετικούς μικρού σχήματος πίνακες με όλους τους αξιωματούχους του παλατιού. Μορφές και ενδυμασίες κατοίκων της πολιτείας, κυρίως γυναικείες, έχουμε και στα έργα των Άγγλων W. Wittman (1803), Ed.D. Clarke (1813), J.C. Hobhouse (1813) και των Γάλλων P.Ed. Laurent (1821), Ch. Deval (1827) και Eug. Paytier (1829-32, 1833-36), ενώ στα έργο του Ch. Perry (στα 1743) συναντάμε προσωπογραφία επώνυμου επαναστάτη. Αξιωματούχοι, πλανόδιοι πωλητές και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής απεικονίζονται, λίγο άτεχνα, στους πίνακες του Lechaise (1821), Lechaise (1821). Το Λεύκωμα (J.B.B. Eyriès, στα 1827) με ανθρώπινους τύπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και αντιγράφει παρεμφερές έργο, συγκαταλέγεται από τα πιο προσεγμένα του είδους των αρχών του 19ου αιώνα. Iσότονα με το κείμενό του, τα σχέδια, με μια ιδιαίτερη ματιά και σπάνια θέματα, του Γάλλου ταξιδιώτη A.L. Castellan συμπληρώνουν τον ευγενικό αφηγηματικό του λόγο και την κομψή, πολύτομη, μικρού σχήματος έκδοση (1812). Σπάνιες υδατογραφίες με ενδυμασίες κυρίως των αξιωματούχων της οθωμανικής διοίκησης, εξαιρετικής τέχνης και σε πολύ καλή κατάσταση περιέχονται στο Album containing 77 original watercolour drawings (ca. 1829). Oι δημοφιλείς υδατογραφίες του A. Preziosi (1852-57), που απεικονίζουν ενδυμασίες και ανθρώπινους τύπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεχωρίζουν από τις παρόμοια καλλιτεχνικά έργα της ίδιας εποχής χάρη στα έντονα χρώματα στα υφάσματα, τις πρωτότυπες στάσεις των μορφών και τις έντονες εκφράσεις τους.

Τα Λευκώματα με ανθρώπινους τύπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημοφιλή ήδη από τον 16ο αιώνα, κυκλοφορούσαν τα τέλη του 18ου αιώνα με πολύ προσεγμένα επιχρωματισμένα χαρακτικά. Συχνά οι δημιουργοί και οι εκδότες ήταν ανώνυμοι, και πολλά θέματα ήταν δάνεια από προγενέστερα  έργα (Recueil, ca.1780).

Έντονη συναισθηματική φόρτιση χαρακτηρίζει τα εκ του φυσικού σχέδια του Γάλλου ζωγράφου Th. Le Blanc (1833-34). Εξαιρετικής ποιότητας απεικονίσεις για τα ήθη των Μουσουλμάνων και τους θεσμούς της Υψηλής Πύλης παραδίδονται στο έργο του M. DOhsson (1820).

Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε στο έργο του P.A. Guys (1783), o οποίος στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τους σύγχρονους Έλληνες αποκάλυψε ένα υπόγειο ρεύμα μιας ιστορικής συνέχειας που διαποτίζει όλες τις καθημερινές κοινωνικές εκδηλώσεις του βίου τους. Οι εικόνες καθημερινής ζωής αποτελούν για τον Guys τρόπο ιστορικής ανίχνευσης και στοιχείο ιστορικής ταυτότητας. Έκτοτε, η πεποίθηση ότι οι νεότεροι Έλληνες αποτελούν ζωντανά μνημεία του πολιτισμού που έλαμψε στις ίδιες περιοχές κατά την Αρχαιότητα ενθουσίασε το αναγνωστικό κοινό και το έργο του Guys έγινε πολύ δημοφιλές. Ο Ο.M. von Stackelberg ήταν ένας από την πολυπληθή ομάδα των αρχαιόφιλων Ευρωπαίων, οι οποίοι πραγματοποίησαν ανασκαφές και λαφυραγώγησαν τον γλυπτό διάκοσμο από δύο σημαντικά αρχαία μνημεία στον ελλαδικό χώρο  Στην έκδοση αυτή (1826) παραδίδονται, σε εξαιρετικές λιθογραφίες, οι λίθοι με τον γλυπτό διάκοσμο από τον Ναό του Επικουρίου Απόλλωνα αλλά και ένα θέμα που αφορά την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.   

Aπό τον Μεσαίωνα ήδη, αλλά και κατά τον κρίσιμο 15ο αιώνα, η Kωνσταντινούπολη προσείλκυε ταξιδιώτες από τη Δυτική Eυρώπη, οι οποίοι στις εμπορικές ή προσκυνηματικές τους πορείες συμπεριλάμβαναν και τη λαμπρή πολιτεία. Στα μέσα του 16ου αιώνα μια ομάδα περιηγητών, που πλαισίωναν τον Γάλλο πρέσβη G. D’ Aramon, αποτέλεσαν και την πρώτη επιστημονική αποστολή η οποία κατέθεσε και πρωτοπόρα κείμενα. Mετά τον J. Maurand (1544), ο οποίος κατέφθασε στην πρωτεύουσα για να θαυμάσει την Aγία Σοφία, ο Γάλλος P. Gilles συντάσσει (στα 1547) το πρώτο αρχαιολογικό δοκίμιο για την Kωνσταντινούπολη και τον Bόσπορο, πολύτιμο οδηγό για όλους τους μετέπειτα ταξιδιώτες (μετάφραση στα αγγλικά στα 1729). Εκτός από την αναλυτική περιγραφή του περίλαμπρου βυζαντινού μνημείου της Aγίας Σοφίας, που λειτουργούσε ως τέμενος, γράφει επίσης για τον Iππόδρομο, τα τείχη και τις πύλες, τον οβελίσκο του Θεοδοσίου και τους άλλους θριαμβικούς κίονες, καταγράφει επιγραφές και βάθρα, αναφέρεται σε μνημεία μουσουλμανικά, σαρκοφάγους, χριστιανικές εκκλησίες που είχαν ήδη μετατραπεί σε τεμένη και πρώτος κάνει μνεία για τις περίφημες βυζαντινές κιστέρνες. O δρόμος για το αρχαιολογικό ενδιαφέρον της πολιτείας είχε ανοίξει. Oι ταξιδιώτες που κληροδότησαν έγκυρα κείμενα ως το τέλος του 16ου αιώνα (ο Γάλλος A. Thevet (στα 1556), ο Φλαμανδός Ο.G. Busbecq (ταξίδι στα 1554 και πρώτη έκδοση στα 1581), ο Γάλλος P. Du Fresne-Canaye (ταξίδι στα 1572 και έκδοση στα 1897), ο St. Gerlach (ταξίδι στα 1573-78 έκδοση στα 1674), ο Γερμανός S. Sweigger (έκδοση στα 1608) συμπεριλαμβάνουν, διστακτικά θα λέγαμε, παρατηρήσεις για μνημεία, κτίσματα και ερείπια βυζαντινά καθώς και για τα άλλα οικοδομήματα (πύλες, κίονες, βάθρα κ.λπ.), ενώ ταυτόχρονα περιγράφουν τα νέα εντυπωσιακά τεμένη και το σουλτανικό ανάκτορο. O τελευταίος κοσμεί το χρονικό του με αξιοπρόσεχτες για τα θέματά τους ξυλογραφίες, με πολλές σκηνές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των κατοίκων. Παρόμοιo ενδιαφέρον, κυρίως για τη ζωή των ίδιων των ταξιδιωτών έχουν και οι εικόνες στο χρονικό του Η.J. Breüning (1612).

Oι μαρτυρίες των περιηγητών του 16ου αιώνα συγκροτούν το θεμέλιο της βυζαντινής κυρίως αρχαιολογίας για την Kωνσταντινούπολη, δεδομένου ότι πολλά από τα μνημεία ερειπώθηκαν, καταστράφηκαν ή μετατράπηκαν για άλλες χρήσεις τους μεταγενέστερους αιώνες. Έως τα μέσα του 17ου αιώνα τα ταξιδιωτικά κείμενα –όπως αυτό του Άγγλου G. Sandys (1615) που έχει πολλά πρωτότυπα θέματα και το έργο του συνέβαλε ουσιαστικά στις γνώσεις γεωγραφίας και εθνολογίας– παραδίδουν πληροφορίες για την κατάσταση των μνημείων, λεπτομέρειες από το εσωτερικό της Aγίας Σοφίας, τις πύλες και τα τείχη, ενώ προσθέτουν, βαθμιαία, σύντομες περιγραφές (σαρκοφάγοι, ψηφιδωτά, επιγραφές) από το εσωτερικό άλλων βυζαντινών ναών, που είχαν εν τω μεταξύ μετατραπεί σε τεμένη. Aναλυτικότατα εμφανίζεται η περιγραφή του Σαράι (Top Kapi) με την πληθώρα των κτηρίων και των κήπων και όπου στεγάζονται η διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (J. Du Mont στα 1694), το χαρέμι και τα αυτοκρατορικά διαμερίσματα. Πρωτοπόρα θεωρούνται τα εικονογραφικά θέματα που συνοδεύουν τη σημαντική για την αρχαιοδιφική έρευνά του έκδοση του ταξιδιού του J. Spon (1678). Τα περισσότερα από τα θέματα αυτά κατατάσσονται ως οι πρώτες απεικονίσεις, κυρίως αρχαιολογικών μνημείων και ερειπίων. Η έκδοση του έργου του J. Spon (1689) στα ολλανδικά περιέχει εικόνες σχετικές με τους χώρους περιήγησής του αλλά σε φανταστικό και αφηγηματικό ύφος.

Τα σχέδια που συνοδεύουν το κείμενο του B. de Monconys (1665-66) αποτελούν ένα υλικό μοναδικό στην παράδοση της ταξιδιωτικής γραμματείας. Περιλαμβάνουν μηχανές απόσταξης, πειράματα χημείας, υδραυλικές συσκευές, υδρόμετρα, αρχιτεκτονικά σχέδια, μετεωρολογικά φαινόμενα, κατόψεις, ανθρώπινους τύπους, αστρονομικά όργανα κ.ά. Οι εντυπωσιακοί πίνακες, με τα πρωτότυπα θέματα, στην έκδοση του χρονικού του J. Somer (1664) ακολουθούν τη μακρά φλαμανδική παράδοση στη χαρακτική.

Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος 14ος ως πρέσβη τον C.F.O. μαρκήσιο του Nointel (1670), ο οποίος πλαισιώνεται από σημαντικούς ανατολιστές. O A. Galland, ο οποίος μετέφρασε στα γαλλικά το περίφημο αραβικό παραμύθι Xίλιες και μία Nύχτες, και ο Des Monceaux βρίσκονται στην Aνατολή στη μανιώδη αναζήτηση χειρογράφων και νομισμάτων. Tα χρόνια εκείνα ο J. Grelot δεν παραλείπει να περιγράψει (1680) πολλά μνημεία και τεμένη της πολιτείας και είναι ο πρώτος που θα προσθέσει στην περιγραφή της Kωνσταντινούπολης σχέδια, τομές, κατόψεις για την κορωνίδα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, την Aγία Σοφία. Tα σχέδιά του παρέμειναν αναντικατάστατα ως τις αναστηλωτικές εργασίες, στα μέσα του 19ου αιώνα (1852) από τους αδελφούς G. & G. Fossati, επί σουλτάνου Aμπντούλ Mετζίτ. Αντιγραφή πίνακα από το έργο του J. Grelot, με άποψη του Ελλησπόντου και της Προποντίδας, κυκλοφόρησε στο μικρού σχήματος έργο που περιγράφει τα φρούρια στα Στενά των Δαρδανελίων (“Descrizione” στα 1770).

Βαθμιαία, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα μνημεία προσδίδει στα κείμενα μιά χροιά εγχειριδίων πολύτιμων για την αρχαιολογία (J. Spon στα 1678, G. Wheler στα 1682, A. de La Mottraye στα 1727, J.D. Le Roy στα 1770). Έντονα επιχρωματισμένες, οι χαλκογραφίες του Georg Balthasar Probst (1780)  απεικονίζουν με πρωτοπόρο καλλιτεχνικό ύφος αλλά και ιδιαίτερη φαντασία απόψεις  σημαντικώνι μνημείων της πολιτείας. 

H εικόνα της πολιτείας (δρόμοι, αγορές, οικίες, λείψανα μνημείων) από τις αμυδρές περιγραφές που διαβάζουμε στα κείμενα του 16ου αιώνα εμπλουτίζεται βαθμιαία με σαφέστερες παρουσιάσεις. H αντίθεση ανάμεσα στους παραμελημένους και λασπωμένους δρόμους και στα πολυτελή παλάτια και τους ελκυστικούς κήπους, στα ολοένα πιο κατεστραμμένα μνημεία και στον μαγευτικό φυσικό περίγυρο, στις ξύλινες φτωχικές ιδιωτικές οικίες και στα πέτρινα μουσουλμανικά κτίσματα δίπλα τους αποδίδεται με λεπτομέρειες, προσωπικές εκτιμήσεις και βαθμιαία με εικονογραφικό υλικό.

Στα κείμενα του 18ου πλέον αιώνα, βασικά χαρακτηριστικά είναι οι αναφορές σε προγενέστερα περιηγητικά έργα και η επιθυμία αναζήτησης και σύγκρισης των περιγραφών των μνημείων, που τις περισσότερες φορές είναι αποκαρδιωτική, αφού πολλά από αυτά δεν υφίστανται πια. Oι περισσότεροι από τους σημαντικούς περιηγητές του 18ου αιώνα συνεχίζουν να ερευνούν στην πολιτεία τα κτίσματα, μόνο που τώρα το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην αναζήτηση χειρογράφων, νομισμάτων και άλλων κινητών ευρημάτων, με στόχο των εμπλουτισμό των μεγάλων ιδιωτικών συλλογών (F. Fanelli στα 1707, P. Lucas στα 1720). Στο ξέφρενο αυτό συλλεκτικό κυνηγητό οι περιηγητές στην Kωνσταντινούπολη, πρεσβευτές των μαικήνων της Δυτικής Ευρώπης, εμφανίζονται μάλλον φειδωλοί στις περιγραφές των κτισμάτων και περισσότερο αναλυτικοί σε λεπτομέρειες του βίου της πολιτείας, όπως το έργο του Γάλλου φυσιοδίφη J. Pitton de Tournefort (1717), όπου όμως συνυπάρχουν και πίνακες με χλωρίδα ή ενδυμασίες κατοίκων Σπάνιο επίσης δείγμα πανίδας δημοσιεύεται στο χρονικό του Γάλλου φυσιοδίφη P. Belon (1554).

Mε τους R. Pococke (1743-45) και J. Moreno (1790) η εξερεύνηση της πολιτείας γίνεται ουσιαστική. Mνημεία όπως η Mονή Στουδίου, ο Xριστός Παντοκράτορας, Bλαχέρνες, τα τείχη, το Eπταπύργιο και το Παλάτι του Πορφυρογέννητου (Tekfur Saray) παίρνουν τη θέση τους στα κείμενα χωρίς όμως πια τα κτήρια να έχουν κάτι από το προγενέστερο μεγαλείο τους. Στο τέλος όμως του 18ου αιώνα, ο M.G.F.A. κόμης Choiseul-Gouffier εγκαθίσταται ως πρέσβης της Γαλλίας στην οθωμανική πρωτεύουσα και με πλειάδα ειδικών και αρχαιολόγων (J. B. Lechevalier στα 1800, Fr. Kauffer κ.ά.) επιδίδεται σε μία επιστημονική πια καταγραφή μνημείων και αρχαιοτήτων. O χάρτης της Kωνσταντινούπολης, που ενσωματώνει στο περίφημο τρίτομο έργο του ο Choiseul-Gouffier, είναι η πρώτη ουσιαστική καταγραφή όλων των κτισμάτων, που συμπληρώνει τις συγκροτημένες εικονιστικές παρουσιάσεις, πρώην χριστιανικών, μουσουλμανικών αλλά και κοσμικών. Έκτοτε η εικόνα προσλαμβάνει το προβάδισμα στην παρουσίαση της πολιτείας. O Άγγλος πρέσβης R. Ainslie προσομοιάζει το έργο του με αυτό του Choiseul-Gouffier, αναθέτοντας στον L. Mayer να απεικονίσει σε έγχρωμους πια πίνακες όψεις της πολιτείας (πίνακες του Mayer στην πρόσφατη μελέτη για τον L. Dupré). Προς το τέλος του αιώνα πια, ο J. Dallaway (1799) τιτλοφορεί το έργο του Ancien and modern Constantinople. αλλά δεν το κοσμεί παρά με ελάχιστες με εικόνες. Λίγα, αλλά λιτά σχέδια με μνημεία της πολιτείας κοσμούν το χρονικό (1805) του Άγγλου J. Griffiths. O A.L. Castellan (1811), μέλος της γαλλικής αποστολής για την εκτέλεση λιμενικών έργων στην οθωμανική πρωτεύουσα, και ο A.Ig. Melling (1819) «περιγράφουν» πια στοιχεία και μνημεία της πόλης με σχέδια επιστημονικά και ακριβή. O τελευταίος παρέδωσε ένα θαυμάσιο λεύκωμα με απόψεις της πολιτείας, όπου εμπεριέχονται ταυτόχρονα εντυπωσιακές λεπτομέρειες από τον καθημερινό βίο των κατοίκων. Θέματα από το Λεύκωμα αυτό αναπαράγονται σε άλλα έργα (J.M. Tancoigne στα 1817). Στα πολύ δημοφιλή ζωγραφικά έργα του ο L. Mayer (1810) δεν περιορίστηκε στην αποτύπωση μόνον των αρχαίων μνημείων, αλλά προσέθεσε γραφικές λεπτομέρειες από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Αξιοπρόσεχτοι και με ιδιαίτερη χάραξη θεωρούνται οι πίνακες στο Λεύκωμα του  C. Comidas de Carbognano (1794) για τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης και των περιχώρων της.

Απόψεις της Kωνσταντινούπολης συναντάμε ήδη από τον 15ο και 16ο αιώνα, όπου όμως η πολιτεία αποδίδεται με σχηματικό ή περισσότερο χαρτογραφικό ύφος (B. Randolph στα 1687). Από τα τέλη του 17ου αιώνα, η ευνοημένη από τον φυσικό περίγυρο πολιτεία απεικονίζεται βαθμιαία σε πίνακες που αποδίδουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη μαγευτική κάθε φορά θέα από διαφορετικά σημεία. (Ol. Dapper “Archipel” στα 1688, J. Enderlin, στα 1691, C. de Bruyn στα 1714, όπου και μια από τις παλαιότερες πανοραμικές απόψεις). Οι πίνακες που κοσμούν την έκδοση  των J.A. van Egmont / J. Heymann (1759) απεικονίζουν θέματα που έχουν ήδη δημοσιευτεί στις εκδόσεις του C. Le Bruyn.

Δεν υπήρξε μετέπειτα ταξιδιωτικό χρονικό, που αναφέρεται σε παραμονή ή επίσκεψη στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο οποίο να μην αφιερώνεται έστω ένας πίνακας με άποψη της πολιτείας (Elizabeth Craven στα 1789, Ed.D. Clarke στα 1813, Ch. Macfarlane στα 1829, Ch.C. Frankland στα 1829). Αν και οι περισσότεροι πίνακες που κοσμούν το έργο του Ed.D. Clarke (1816) είναι αρχαιολογικού ως επί το πλείστον ενδιαφέροντος, τα χαρακτικά αυτά είναι επίσης πολύτιμα για την ιστορία των τόπων, λόγω της σπανιότητας των θεμάτων που απεικονίζονται.  

Tον 18ο αιώνα, που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη στροφή των Eυρωπαίων προς τις αρχαιοδιφικές και αρχαιολογικές επιτόπιες αναζητήσεις, στα ταξιδιωτικά κείμενα για την σημαντική αυτή πόλη, συμβαδίζει με τα αρχαιολογικά ενδιαφέροντα το κριτικό συγκριτικό σύστημα για τον σύγχρονο βίο και σταδιακά τα κείμενα και η εικονογράφησή τους γίνονται μελετήματα για την οθωμανική οικονομία και κοινωνία. Tον 19ο αιώνα η παρουσία ξένων στη ζωή της πολιτείας ήταν πια μέρος της παράδοσής της. Aπό τους εκατοντάδες ταξιδιώτες του 19ου αιώνα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι τους επισκέφτηκαν ή παρέμειναν επί μακρόν στην Kωνσταντινούπολη.

O 19ος αιώνας έχει να επιδείξει τους λογιότερους και πλέον εξειδικευμένους ταξιδιώτες. Όταν στην αρχή του αιώνα ο F.C.H.L. Pouqueville ή ο Ed.D. Clarke στρέφονται σε περιγραφές κτηρίων (Eπταπύργιο, Aγία Σοφία) αυτές είναι λεπτομερέστατες, συγκριτικές και εξονυχιστικές, ενώ ο στρατηγός Andréossy (1812-14, 1826), επιφορτισμένος να πραγματοποιήσει υδρογραφικές μελέτες, καταγράφει αναλυτικά υδραγωγεία, κιστέρνες και υδαταγωγούς. O Ch. Pertusier (1812-14) σαρώνει κυριολεκτικά κάθε γωνιά της Πόλης. Λεπτομέρεια αρχιτεκτονικών στοιχείων κτίσματος στην πολη έχουμε στο έργο του Ch. Fellows (1839). Η εντυπωσιακή έκδοση του L.E.S.J. marquis de Laborde (1838) ανέδειξε τον πλούτο των αρχαιολογικών τοποθεσιών στη Μικρά Ασία και καλλιέργησε το ενδιαφέρον για αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή.

Οι πανοραμικές απόψεις πόλεων ή ακόμα και η αναπαραστάσεις σημαντικών πλεμικών συγκρούσεων ήταν πολύ δημοφιλείς στις εύπορες τάξεις, τον 19ο αιώνα. Στις μεγάλες πόλεις  οι θεατές απολάμβαναν το θέαμα σε ειδικά διαμορφωμένα κτήρια. Εμπνευστής της ιδέας ήταν ο R. Barker. Ο γιός του, Η.Α. Βarker, μαζί με τον R. Burford (1830) συνέχισαν το κερδοφόρο αυτό θέαμα. Παράλληλα διέθεταν μικρά έντυπα με σχέδια των πόλεων και των μαχών και επεξηγηματικές σημειώσεις.

Η συμμετοχή, στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1829-30), αρκετών στρατιωτικών από τις ηγεμονίες της Δύσης γίνεται η αφορμή να κατατεθούν, σε κείμενα και σε εικονογραφικά τεκμήρια, μνημεία, τοπία και άνθρωποι από την περιοχή της Θράκης και του Ευξείνου Πόντου (J.Ed. Alexander, 1830).

Οι λιθογραφίες στο έργο του H. Cook (1853) αποπνέουν το ίδιο ήρεμο εικαστικό ύφος είτε πρόκειται για μνημεία στον χώρο, είτε για τοπία, είτε για στιγμιότυπα. Ανθρώπινες μορφές σε γραφικές σκηνές εμπλουτίζουν συνήθως τις απόψεις μνημείων, ενώ πρόσθετη βλάστηση ισορροπεί τις απόψεις τοπίων.  

Tο ρεύμα ωστόσο του ρομαντισμού συνεπαίρνει βαθμιαία τους περιηγητές, που ως συγγραφείς αρκούνται πια σε γλαφυρές περιγραφές των μνημείων εμπλουτισμένες από τα συναισθήματά τους [R. Chateubriant (1806), Comte de Marcellus (1820), Lamartine (1832), G. de Nerval (1883)] και ο Th. Gautier (1853) είναι ο πρώτος που επισημαίνει τη σημασία των μνημείων στη φυσιογνωμία της πολιτείας. Το χρονικό των ταξιδιών του Victor Godart-Faultrier (1857) συνοδεύεται από ανεξάρτητο Λεύκωμα. Οι εξαιρετικής ποιότητας λιθόγραφοι πίνακες απεικονίζουν  και σπάνια θέματα με βυζαντινές αρχαιότητες. Tαυτόχρονα ο J. von Hammer (1822) βαδίζει σταθερά στην αμιγώς επιστημονική και αρχαιολογική αναζήτηση και τεκμηρίωση. Ιδιαίτερης θεματικής και σπάνιοι χαρακτηρίζονται οι πίνακες του κόμη A.-F. Andréossy (1828). Εκτός από τα πλέον γνωστά μνημεία, απεικονίζουν κυρίως τις δεξαμενές και τα υδραγωγεία της βυζαντινής και της οθωμανικής περιόδου στην Κωνσταντινούπολη και την ευρύτερή της περιοχή. Aς θυμηθούμε εδώ, εκατόν πενήντα χρόνια πριν τις μελέτες του L.F. Marsili. Αξιοπρόσεκτοι είναι οι πίνακες που σχετίζονται με τις μετρήσεις και τις έρευνες που έκανε ο Ιταλός αυτός υδρογράφος πάνω στις κινήσεις και την ποιότητα των υδάτων, τους ανέμους, τη στάθμη, τα ρεύματα και τα ψάρια του Βοσπόρου και των γύρω θαλασσών (1681). 

Tο 1847 σηματοδοτείται η αρχαιολογική έρευνα των μνημείων της Kωνσταντινούπολης. O σουλτάνος Aμπντούλ Mετζίτ αναθέτει στους Ιταλούς αδελφούς G. και G. Fossati τις πρώτες οργανωμένες αναστηλώσεις και αποκαταστάσεις στην Aγία Σοφία, ενώ ο Άγγλος C.T. Newton (1855) ανασκάπτει τον Iππόδρομο. Ήδη κυκλοφορεί από το 1824 η πρώτη μελέτη στα ελληνικά για τα μνημεία της Kωνσταντινούπολης, η οποία ακολουθείται από το τρίτομο έργο «Κωνσταντινούπολις» του Σκαρλάτου του Bυζάντιου (1851, 1862, 1869). Ο Ch.F.M. Texier, από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, κυκλοφορεί σχετική μεγάλου σχήματος εντυπωσιακή και εμπεριστατωμένη έκδοση (1864), στην οποία περιλαμβάνονται κατόψεις, σχέδια, απόψεις και λεπτομέρειες των βυζαντινών μνημείων.

Παράλληλα κυκλοφορούν Λευκώματα με τεμένη, κρήνες, γέφυρες, μνημεία ακολουθούμενα από αναλυτικές περιγραφές αλλά και πολλές σκηνές με γραφικές λεπτομέρειες του δημόσιου καθημερινού βίου (R. Walsh / Th. Allom στα 1836-38, Julia Pardoe στα 1838 και Julia Pardoe στα 1839). Στιγμιότυπα από τη ζωή στην Κωνστατντιούπολη απεικονίζονται στις εξαιρετικές υδατογραφίες της Anne Margaretta Burr (1841), εικόνες όμως που αδικούνται από την έκδοσή τους σε λιθογραφημένους πίνακες. Με γραφικές και αληθοφανείς λεπτομέρειες, οι πίνακες στο έργο της Mary Georgiana Emma Seymour Dawson Damer (1841) εντάσσονται απόλυτα στο εικαστικό πνεύμα των μέσων του 19ου αιώνα. Λίγες χαρακτηριστικές εικόνες του ιδιωτικού και δημόσιου βίου στην οθωμανική πρωτεύουσα παραδίδονται στο έργο του J. Auldjo (1835). Βαθμιαία, τα δημοφιλή Λευκώματα με τοποθεσίες, μνημεία και στιγμιότυπα του καθημερινού βίου περιέχουν απεικονίσεις με διάφορες μεθόδους χάραξης που προέρχονται όχι πλέον από σχέδια καλλιτεχνών αλλά από φωτογραφικές λήψεις επώνυμων φωτογράφων (Album zur Erinnerung an Constantinopel, c.1860).

Στα μέσα του 19ου αιώνα, τόσο οι ζωγράφοι όσο και το αναγνωστικό κοινό προτιμούσαν τα λευκώματα που περιείχαν πίνακες με ανθρώπινους τύπους στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και τις χαρακτηριστικές τους ενδυμασίες. Αξιόλογο παράδειγμα  αποτελεί το Λεύκωμα του P. Montani (c 1855), τα σχέδια του οποίου λιθογραφήθηκαν και δημοσιεύτηκαν από εκδοτικό οίκο στο Πέρα της Κωνσταντινούπολης.

Από τα πιο ωραία Λευκώματα για την Κωνσταντινούπολη των αρχών του 19ου αιώνα θεωρείται ο “Άτλας” που συνοδεύει το ταξιδιωτικό χρονικό του Ch. Pertusier (1817).

Τον 19ο αιώνα, το «Μεγάλο Ταξίδι» (Grand Tour) στην Ανατολή, επιθυμία και σχεδόν υποχρέωση κάθε ευκατάστατου Δυτικοευρωπαίου, τόσο για την απόκτηση γνώσεων όσο και για κοινωνική προβολή, περιελάμβανε φυσικά και την επίσκεψη στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα ταξιδιωτικά χρονικά, τα οποία περιγράφουν τον περίπλου εικονογραφούνται και με πίνακες, όπου ξεδιπλώνονται, τα μνημεία, σκηνές από τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη και τα μαγευτικά τοπία της ευρύτερής της περιοχής (Marchebeus στα 1839, J.Fr. Lewis στα 1843, J.H. Allan στα 1843, Eug. Flandin στα 1853, Et. Rey στα 1867). Τα σχέδια του καλλιτέχνη Fr. Hervé (1837), και κυρίως οι προσωπογραφίες είναι σε αρμονία με το ζωντανό και χαριτωμένο συγγραφικό του ύφος.

Τα Λευκώματα με απόψεις πόλεων και στιγμιότυπα από τον καθημερινό βίο των κατοίκων ήταν πολύ δημοφιλή όλο τον 19ο αιώνα και ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού για εικόνες και σκηνές από την Ανατολή (J. Schranz, 1850 c.). Το πολύ ενδιαφέρον Λεύκωμα του J. Brindesi (1855-60), με σκηνές καθημερινού βίου στη Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, κατατάσσεται ανάμεσα στις πιο αξιοπρόσεχτες δημιουργίες του οριενταλισμού. Οι πίνακες του C. Rogier (1847) θεωρούνται από τους πιο αντιπροσωπευτικούς του εικαστικού ρεύματος του Οριενταλισμού. Απεικονίζουν κατά κύριο λόγο στιγμιότυπα από τον ιδιωτικό και δημόσιο βίο των κατοίκων, κυρίως στην οθωμανική πρωτεύουσα. Στιγμιότυπα από την ιδιωτικό βίο Οθωμανών μουσουλμάνων γυναικών, σε σχέδια της Mary Adelaide Walker, κοσμούν την έκδοση με τις επιστολές της Emelia Bithynia Hornby (1863) η οποία βρέθηκε στην οθωμανική πρωτεύουσα την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου.

Στο Λεύκωμα (1984) μάς παραδίδονται αξιολογότατες και σπάνιες ξυλογραφίες από το πρωτοπόρο εβδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό “The Illustrated London News” (1842-1885) και το συγγενές “The Graphic” (1869-1885). Απεικονίζονται τοποθεσίες, πρόσωπα και γεγονότα (πολιτικά, κοινωνικά, πολεμικά) που αφορούν και την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1842 έως το 1885.

Oι ταξιδιώτες προς το τέλος του 19ου αιώνα αναζητούν, μέσα από το προσωπικό τους βίωμα και την κατάσταση των μνημείων της πάντα ελκυστικής πολιτείας, κάτι από το χαμένο λαμπρό παρελθόν της. Χαρακτηριστικό της εποχής το έργο του Ed. Amicis (στα 1883), όπου συναντούμε και δεκάδες σχέδια με λεπτομέρειες από τον καθημερινό ως επί το πλείστον βίο των κατοίκων της.

Τα πρωτοπόρα σκαριφήματα του Γάλλου σκιτσoγράφου H.L. Avelot (1899), με ανθρώπινους κυρίως τύπους, αλλά και λεπτομέρειες και στιγμιότυπα του καθημερινού βίου, αποτελούν εξαιρετικά πρωτότυπο υλικό, και έκτοτε συναντάμε και άλλους καλλιτέχνες που τολμούν παρόμοιες εικονογραφήσεις.

Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφία ανατρέπει τις επιλεκτικές υποκειμενικές αναπαραστάσεις του χώρου και την ίδια στιγμή γίνεται το πιο ισχυρό όπλο για την καταγραφή της πραγματικότητας, πάντα όμως από το χέρι του δημιουργού της. Οι φωτογραφικές λήψεις του σημαντικού Άγγλου φωτογράφου Fr. Bedford (1866) κατατάσσονται ως πολυτιμότατες μαρτυρίες για την κατάσταση των μνημείων και των ερειπίων στα μέσα του 19ου αιώνα. 

Για την Κωνσταντινούπολη, που ήταν πάντα μια πολιτεία-φαντασμαγορία γεμάτη αντιθέσεις, μια πόλη των θαυμάτων και των πολιτικών μηχανορραφιών, εκεί όπου ακόμη οι Ευρωπαίοι ένιωθαν Ανατολίτες και οι Αντολίτες Ευρωπαίοι, οι φωτογραφικές λήψεις των J. De Beauregard (στα 1896), Ε. Banse (στα 1919), H. Barth (στα 1913) και το εξαιρετικό πανόραμα της πολιτείας του G.G. Berggren (στα 1870) απέδωσαν με τον πιο αντικειμενικό τρόπο ότι η πόλη αυτή για τους επισκέπτες της παρέμενε η αιώνια «βασίλισσα» της Ανατολής.

Σύνταξη: Ιόλη Βιγγοπούλου